Ο Προϋπολογισμός του 2026 επιβεβαιώνει μια συγκεκριμένη ιδεολογική επιλογή: υψηλά πλεονάσματα, έμμεση φορολόγηση, περιορισμένο κοινωνικό κράτος και...
του Μενέλαου Μαλτέζου
Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν είναι τεχνικό έγγραφο για ειδικούς. Είναι η πιο συμπυκνωμένη πολιτική πράξη κάθε κυβέρνησης. Απαντά σε τρία απλά αλλά θεμελιώδη ερωτήματα: από ποιον αντλεί πόρους το κράτος, πού τους κατευθύνει και ποιον καλεί να σηκώσει το βάρος της «σταθερότητας» και των πλεονασμάτων. Έσοδα, δαπάνες, πλεόνασμα: εδώ βρίσκεται το πραγματικό πολιτικό πεδίο.
Ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2026 συζητείται και ψηφίζεται αυτές τις ημέρες στη Βουλή. Παρουσιάζεται ως προϋπολογισμός αξιοπιστίας και ανάπτυξης. Όμως τα ίδια τα στοιχεία του δείχνουν μια πιο σύνθετη – και λιγότερο αισιόδοξη – εικόνα.
Η αφήγηση της ανάπτυξης και τα όριά της
Σύμφωνα με τον ίδιο τον προϋπολογισμό και το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο 2026-2029, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ βαίνει μειούμενος: από 2,4% το 2026, στο 1,7% το 2027, στο 1,6% το 2028 και μόλις στο 1,3% το 2029. Πρόκειται για επιστροφή σε ρυθμούς που προσομοιάζουν με εκείνους της προ κρίσης περιόδου.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Η ανάπτυξη των τελευταίων ετών στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε έκτακτους πόρους: δημοσιονομική χαλάρωση, παρεμβάσεις λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, καθώς και στην ισχυρή ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Όταν αυτή η ώθηση εξαντλείται, αποκαλύπτεται το δομικό πρόβλημα: χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη εξαγωγική βάση και επενδύσεις που δεν μετασχηματίζουν την οικονομία.
Επενδύσεις: ποσότητα χωρίς ποιότητα
Οι επενδύσεις προβάλλονται ως ο βασικός μοχλός του μέλλοντος. Ωστόσο, τα ίδια τα στοιχεία δείχνουν ότι η δυναμική τους εξασθενεί, με προβλέψεις σχεδόν στασιμότητας μετά το 2027. Επιπλέον, η ποιοτική τους σύνθεση είναι προβληματική. Στη διετία 2023-2024, περίπου το 87% της αύξησης των επενδύσεων προήλθε από κατασκευές και κατοικίες.
Λιγότερο κεφάλαιο κατευθύνεται σε μηχανήματα, τεχνολογία, έρευνα και μεταποίηση. Σε όρους καθαρών επενδύσεων – αφαιρώντας δηλαδή τις αποσβέσεις – το καθαρό όφελος για το παραγωγικό δυναμικό είναι περιορισμένο. Δεν οικοδομείται έτσι μια βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική.
Τα έσοδα: η σιωπηρή αλήθεια των έμμεσων φόρων
Παρά τις αναφορές σε «μειώσεις φόρων», ο Προϋπολογισμός του 2026 δείχνει καθαρά από πού αντλεί το κράτος τους πόρους του. Τα συνολικά καθαρά έσοδα προσεγγίζουν τα 70–72 δισ. ευρώ, με βασικό αιμοδότη τους έμμεσους φόρους.
Τα έσοδα από ΦΠΑ κινούνται κοντά στα 29–30 δισ. ευρώ και αυξάνονται σταθερά, όχι επειδή αυξήθηκε η ευημερία, αλλά επειδή οι τιμές παραμένουν υψηλές. Όταν η ακρίβεια πιέζει την καθημερινή κατανάλωση, το κράτος εισπράττει περισσότερα. Η φορολογική βάση μετατοπίζεται έτσι προς μισθωτούς, συνταξιούχους, μικρομεσαίους και καταναλωτές, ενώ ο συσσωρευμένος πλούτος επιβαρύνεται αναλογικά λιγότερο. Δεν πρόκειται για τεχνική λεπτομέρεια, αλλά για συνειδητή πολιτική επιλογή.
Οι δαπάνες: κοινωνικό κράτος υπό διαρκή πίεση
Στο σκέλος των δαπανών, ο προϋπολογισμός κινείται σε στενό πλαίσιο. Οι συνολικές δαπάνες διαμορφώνονται περίπου στα 67–68 δισ. ευρώ, με τις πρωτογενείς δαπάνες να αυξάνονται οριακά και συχνά κάτω από τον πληθωρισμό.
Υγεία, παιδεία και κοινωνική πρόνοια αντιμετωπίζονται ως κονδύλια προς συγκράτηση και όχι ως αναπτυξιακές επενδύσεις. Οι ανάγκες καλύπτονται με επιδόματα και προσωρινά μέτρα, αντί για ενίσχυση δομών, στελέχωση και βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Το κοινωνικό κράτος μετατρέπεται από πυλώνα συνοχής σε λογιστική γραμμή υπό επιτήρηση.
Το πρωτογενές πλεόνασμα: επιλογή, όχι αναγκαιότητα
Καρδιά του Προϋπολογισμού του 2026 είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, που προβλέπεται στο 2,8% του ΑΕΠ. Παρουσιάζεται ως απόδειξη σοβαρότητας και αξιοπιστίας. Όμως το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει πλεόνασμα, αλλά πώς προκύπτει.
Το πλεόνασμα δεν παράγεται από κάποιο παραγωγικό άλμα ή από μια δίκαιη ανακατανομή βαρών. Προκύπτει κυρίως από υψηλή έμμεση φορολογία και από τη συγκράτηση των κοινωνικών δαπανών. Και εδώ αξίζει να ειπωθεί κάτι καθαρά: η χώρα εισήλθε στη μεταμνημονιακή περίοδο με ρυθμισμένο δημόσιο χρέος και με σημαντικό δημοσιονομικό απόθεμα. Άρα υπήρχαν –και υπάρχουν– επιλογές. Το πλεόνασμα του 2026 δεν είναι ιστορική αναγκαιότητα· είναι πολιτική απόφαση.
Σταθερότητα για τις αγορές, ανασφάλεια για την κοινωνία
Η κυβέρνηση συνδέει τον προϋπολογισμό με την «ευρωπαϊκή αξιοπιστία» και την αναγνώριση από αγορές και θεσμούς. Το μήνυμα είναι απλό: αν μας χειροκροτούν έξω, όλα πάνε καλά μέσα. Πρόκειται για ένα γνώριμο νεοφιλελεύθερο σχήμα, όπου οι αγορές λειτουργούν ως βασικός κριτής της πολιτικής.
Η πραγματική οικονομία, όμως, αφηγείται κάτι διαφορετικό. Το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει έντονα ελλειμματικό, το ιδιωτικό χρέος συνεχίζει να πιέζει νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η αγοραστική δύναμη δεν αποκαθίσταται. Χωρίς αλλαγή κατεύθυνσης, η σημερινή «σταθερότητα» κινδυνεύει να αποδειχθεί εύθραυστη.
Το πολιτικό διακύβευμα
Ο Προϋπολογισμός του 2026 δεν είναι μια ουδέτερη τεχνοκρατική άσκηση. Επιβεβαιώνει μια συγκεκριμένη ιδεολογική επιλογή: υψηλά πλεονάσματα, έμμεση φορολόγηση, περιορισμένο κοινωνικό κράτος και επενδύσεις χωρίς ποιοτικό μετασχηματισμό.
Υπάρχει εναλλακτική. Μια προοδευτική δημοσιονομική στρατηγική που αξιοποιεί τον διαθέσιμο χώρο για να μειώσει τις ανισότητες, να ενισχύσει την παραγωγή και να επενδύσει ουσιαστικά σε υγεία, παιδεία και κοινωνική προστασία. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι «επιτρέπουν οι κανόνες». Είναι ποια κοινωνία θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Και αυτό το ερώτημα αφορά όλους.
Μαλτέζος Φ. Μενέλαος
Οικονομολόγος
πρ. Βουλευτής Έβρου
[post_ads]
Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν είναι τεχνικό έγγραφο για ειδικούς. Είναι η πιο συμπυκνωμένη πολιτική πράξη κάθε κυβέρνησης. Απαντά σε τρία απλά αλλά θεμελιώδη ερωτήματα: από ποιον αντλεί πόρους το κράτος, πού τους κατευθύνει και ποιον καλεί να σηκώσει το βάρος της «σταθερότητας» και των πλεονασμάτων. Έσοδα, δαπάνες, πλεόνασμα: εδώ βρίσκεται το πραγματικό πολιτικό πεδίο.
Ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2026 συζητείται και ψηφίζεται αυτές τις ημέρες στη Βουλή. Παρουσιάζεται ως προϋπολογισμός αξιοπιστίας και ανάπτυξης. Όμως τα ίδια τα στοιχεία του δείχνουν μια πιο σύνθετη – και λιγότερο αισιόδοξη – εικόνα.
Η αφήγηση της ανάπτυξης και τα όριά της
Σύμφωνα με τον ίδιο τον προϋπολογισμό και το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο 2026-2029, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ βαίνει μειούμενος: από 2,4% το 2026, στο 1,7% το 2027, στο 1,6% το 2028 και μόλις στο 1,3% το 2029. Πρόκειται για επιστροφή σε ρυθμούς που προσομοιάζουν με εκείνους της προ κρίσης περιόδου.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Η ανάπτυξη των τελευταίων ετών στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε έκτακτους πόρους: δημοσιονομική χαλάρωση, παρεμβάσεις λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, καθώς και στην ισχυρή ώθηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Όταν αυτή η ώθηση εξαντλείται, αποκαλύπτεται το δομικό πρόβλημα: χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη εξαγωγική βάση και επενδύσεις που δεν μετασχηματίζουν την οικονομία.
Επενδύσεις: ποσότητα χωρίς ποιότητα
Οι επενδύσεις προβάλλονται ως ο βασικός μοχλός του μέλλοντος. Ωστόσο, τα ίδια τα στοιχεία δείχνουν ότι η δυναμική τους εξασθενεί, με προβλέψεις σχεδόν στασιμότητας μετά το 2027. Επιπλέον, η ποιοτική τους σύνθεση είναι προβληματική. Στη διετία 2023-2024, περίπου το 87% της αύξησης των επενδύσεων προήλθε από κατασκευές και κατοικίες.
Λιγότερο κεφάλαιο κατευθύνεται σε μηχανήματα, τεχνολογία, έρευνα και μεταποίηση. Σε όρους καθαρών επενδύσεων – αφαιρώντας δηλαδή τις αποσβέσεις – το καθαρό όφελος για το παραγωγικό δυναμικό είναι περιορισμένο. Δεν οικοδομείται έτσι μια βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική.
Τα έσοδα: η σιωπηρή αλήθεια των έμμεσων φόρων
Παρά τις αναφορές σε «μειώσεις φόρων», ο Προϋπολογισμός του 2026 δείχνει καθαρά από πού αντλεί το κράτος τους πόρους του. Τα συνολικά καθαρά έσοδα προσεγγίζουν τα 70–72 δισ. ευρώ, με βασικό αιμοδότη τους έμμεσους φόρους.
Τα έσοδα από ΦΠΑ κινούνται κοντά στα 29–30 δισ. ευρώ και αυξάνονται σταθερά, όχι επειδή αυξήθηκε η ευημερία, αλλά επειδή οι τιμές παραμένουν υψηλές. Όταν η ακρίβεια πιέζει την καθημερινή κατανάλωση, το κράτος εισπράττει περισσότερα. Η φορολογική βάση μετατοπίζεται έτσι προς μισθωτούς, συνταξιούχους, μικρομεσαίους και καταναλωτές, ενώ ο συσσωρευμένος πλούτος επιβαρύνεται αναλογικά λιγότερο. Δεν πρόκειται για τεχνική λεπτομέρεια, αλλά για συνειδητή πολιτική επιλογή.
Οι δαπάνες: κοινωνικό κράτος υπό διαρκή πίεση
Στο σκέλος των δαπανών, ο προϋπολογισμός κινείται σε στενό πλαίσιο. Οι συνολικές δαπάνες διαμορφώνονται περίπου στα 67–68 δισ. ευρώ, με τις πρωτογενείς δαπάνες να αυξάνονται οριακά και συχνά κάτω από τον πληθωρισμό.
Υγεία, παιδεία και κοινωνική πρόνοια αντιμετωπίζονται ως κονδύλια προς συγκράτηση και όχι ως αναπτυξιακές επενδύσεις. Οι ανάγκες καλύπτονται με επιδόματα και προσωρινά μέτρα, αντί για ενίσχυση δομών, στελέχωση και βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Το κοινωνικό κράτος μετατρέπεται από πυλώνα συνοχής σε λογιστική γραμμή υπό επιτήρηση.
Το πρωτογενές πλεόνασμα: επιλογή, όχι αναγκαιότητα
Καρδιά του Προϋπολογισμού του 2026 είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, που προβλέπεται στο 2,8% του ΑΕΠ. Παρουσιάζεται ως απόδειξη σοβαρότητας και αξιοπιστίας. Όμως το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει πλεόνασμα, αλλά πώς προκύπτει.
Το πλεόνασμα δεν παράγεται από κάποιο παραγωγικό άλμα ή από μια δίκαιη ανακατανομή βαρών. Προκύπτει κυρίως από υψηλή έμμεση φορολογία και από τη συγκράτηση των κοινωνικών δαπανών. Και εδώ αξίζει να ειπωθεί κάτι καθαρά: η χώρα εισήλθε στη μεταμνημονιακή περίοδο με ρυθμισμένο δημόσιο χρέος και με σημαντικό δημοσιονομικό απόθεμα. Άρα υπήρχαν –και υπάρχουν– επιλογές. Το πλεόνασμα του 2026 δεν είναι ιστορική αναγκαιότητα· είναι πολιτική απόφαση.
Σταθερότητα για τις αγορές, ανασφάλεια για την κοινωνία
Η κυβέρνηση συνδέει τον προϋπολογισμό με την «ευρωπαϊκή αξιοπιστία» και την αναγνώριση από αγορές και θεσμούς. Το μήνυμα είναι απλό: αν μας χειροκροτούν έξω, όλα πάνε καλά μέσα. Πρόκειται για ένα γνώριμο νεοφιλελεύθερο σχήμα, όπου οι αγορές λειτουργούν ως βασικός κριτής της πολιτικής.
Η πραγματική οικονομία, όμως, αφηγείται κάτι διαφορετικό. Το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει έντονα ελλειμματικό, το ιδιωτικό χρέος συνεχίζει να πιέζει νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η αγοραστική δύναμη δεν αποκαθίσταται. Χωρίς αλλαγή κατεύθυνσης, η σημερινή «σταθερότητα» κινδυνεύει να αποδειχθεί εύθραυστη.
Το πολιτικό διακύβευμα
Ο Προϋπολογισμός του 2026 δεν είναι μια ουδέτερη τεχνοκρατική άσκηση. Επιβεβαιώνει μια συγκεκριμένη ιδεολογική επιλογή: υψηλά πλεονάσματα, έμμεση φορολόγηση, περιορισμένο κοινωνικό κράτος και επενδύσεις χωρίς ποιοτικό μετασχηματισμό.
Υπάρχει εναλλακτική. Μια προοδευτική δημοσιονομική στρατηγική που αξιοποιεί τον διαθέσιμο χώρο για να μειώσει τις ανισότητες, να ενισχύσει την παραγωγή και να επενδύσει ουσιαστικά σε υγεία, παιδεία και κοινωνική προστασία. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τι «επιτρέπουν οι κανόνες». Είναι ποια κοινωνία θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Και αυτό το ερώτημα αφορά όλους.
Μαλτέζος Φ. Μενέλαος
Οικονομολόγος
πρ. Βουλευτής Έβρου
[post_ads]









ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω