Όταν μια κοινωνία δεν έχει πρόσβαση στη γνώση της δικής της ιστορίας, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τη διαδρομή της ούτε το μέλλον της...
του Δημήτρη Μερκούρη
Πρόσφατα βρέθηκα σε μια εκδήλωση με θέμα «Η Αλεξανδρούπολη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο». Η εισήγηση ήταν αξιοπρεπής, στηριγμένη στην επίσημη εθνική ιστοριογραφία και σε πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Κι όμως, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της βραδιάς δεν ήταν η παρουσίαση, αλλά οι ερωτήσεις που ακολούθησαν. Ερωτήματα απλά, ουσιαστικά, σχεδόν αυτονόητα, ειπώθηκαν από το κοινό – πολλά από αυτά από εκπαιδευτικούς. Άλλα απαντήθηκαν, άλλα έμειναν μετέωρα. Το γενικό συμπέρασμα, ωστόσο, ήταν εκκωφαντικό: ο κόσμος θέλει να μάθει, αλλά μέχρι σήμερα δεν είχε τη δυνατότητα να μάθει.
Δεν είναι δυνατόν, έναν αιώνα μετά, να παραμένει ανοιχτό το βασικό ερώτημα για το αν η περιοχή «ενσωματώθηκε» ή «απελευθερώθηκε». Δεν είναι δυνατόν να μην γνωρίζουμε με σαφήνεια ποια ήταν τα κομιτάτα της Θράκης, ποια ήταν η επίσημη γλώσσα της διοίκησης από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, ποια ήταν η πληθυσμιακή σύνθεση, ποιο καθεστώς ίσχυε σε ποια περίοδο. Κι όμως, αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα αναδύονται ως απορίες σε μια απλή εκδήλωση. Κι αυτό δεν είναι ευθύνη ούτε των ανθρώπων που ρωτούν ούτε των ανθρώπων που απαντούν – είναι προϊόν μιας ευρύτερης, βαθιάς ιστοριογραφικής ανεπάρκειας.
Ο Έβρος είναι ένας τόπος όπου η ιστορία δεν βρίσκεται ποτέ σε ησυχία. Είναι σύνορο, κόμβος, τόπος προσφυγιάς και επιδρομών, αρχαίος διάδρομος εμπορίου και στρατευμάτων. Θα περίμενε κανείς ένας τέτοιος τόπος να έχει πλούσια, συστηματική και συνεχώς ανανεούμενη ιστορική βιβλιογραφία. Κι όμως, ενώ αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεδία της νεότερης ελληνικής ιστορίας, η επιστημονική καταγραφή του παρελθόντος του παραμένει αποσπασματική, συχνά ελλιπής και συχνά ανύπαρκτη. Το παράδοξο είναι πως – όπως στην Αλεξανδρούπολη – γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τον Έβρο της οθωμανικής περιόδου, παρά για τον Έβρο της ελληνικής.
Αυτό δεν συμβαίνει τυχαία. Το σύγχρονο τουρκικό κράτος έχει φροντίσει συστηματικά να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη των άλλοτε πατρίδων του. Περιοχές όπως ο Δεδέαγατς, το Σουφλί, το Διδυμότειχο και δεκάδες ακόμη οικισμοί της Θράκης έχουν αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς μελέτης από κρατικά αρχεία, ακαδημαϊκά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα. Οθωμανικά κατάστιχα, δημοτολόγια, φορολογικά μητρώα, αρχεία υποδομών και εμπορίου έχουν οργανωθεί και ψηφιοποιηθεί. Σήμερα ένας ερευνητής μπορεί να ανασυνθέσει με εκπληκτική ακρίβεια τη ζωή της περιοχής πριν από το 1920: ποιοι ζούσαν εδώ, τι παρήγαγαν, πώς κινούνταν ο πληθυσμός, ποιες ήταν οι ισορροπίες και οι εντάσεις.
Αντίθετα, για την ελληνική περίοδο η εικόνα αλλάζει απότομα. Μετά το 1920, η ιστοριογραφία του Έβρου μοιάζει σαν κάποιος να της τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα. Η συστηματική έρευνα είναι περιορισμένη, τα δημόσια αρχεία συχνά αποδιοργανωμένα, τα πανεπιστήμια δεν ανέπτυξαν ειδικευμένα κέντρα νεότερης ιστορίας, και όλη η δουλειά έχει μείνει στους ώμους λίγων, αποσπασματικών προσπαθειών. Τα σημαντικά γεγονότα συχνά καταγράφονται μέσα από επετειακά λευκώματα ή ερασιτεχνικές αναδρομές – όχι μέσα από οργανωμένη επιστημονική μεθοδολογία. Το αποτέλεσμα είναι ένα ιστορικό μωσαϊκό χωρίς συνοχή, χωρίς βάθος, χωρίς σύνδεση.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο ακαδημαϊκό. Είναι πολιτικό, κοινωνικό. Όταν μια κοινωνία δεν έχει πρόσβαση στη γνώση της δικής της ιστορίας, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τη διαδρομή της ούτε το μέλλον της...
Δημήτρης Γ. Μερκούρης
MSc Δημόσια Ιστορία
[post_ads]
Πρόσφατα βρέθηκα σε μια εκδήλωση με θέμα «Η Αλεξανδρούπολη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο». Η εισήγηση ήταν αξιοπρεπής, στηριγμένη στην επίσημη εθνική ιστοριογραφία και σε πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Κι όμως, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της βραδιάς δεν ήταν η παρουσίαση, αλλά οι ερωτήσεις που ακολούθησαν. Ερωτήματα απλά, ουσιαστικά, σχεδόν αυτονόητα, ειπώθηκαν από το κοινό – πολλά από αυτά από εκπαιδευτικούς. Άλλα απαντήθηκαν, άλλα έμειναν μετέωρα. Το γενικό συμπέρασμα, ωστόσο, ήταν εκκωφαντικό: ο κόσμος θέλει να μάθει, αλλά μέχρι σήμερα δεν είχε τη δυνατότητα να μάθει.
Δεν είναι δυνατόν, έναν αιώνα μετά, να παραμένει ανοιχτό το βασικό ερώτημα για το αν η περιοχή «ενσωματώθηκε» ή «απελευθερώθηκε». Δεν είναι δυνατόν να μην γνωρίζουμε με σαφήνεια ποια ήταν τα κομιτάτα της Θράκης, ποια ήταν η επίσημη γλώσσα της διοίκησης από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, ποια ήταν η πληθυσμιακή σύνθεση, ποιο καθεστώς ίσχυε σε ποια περίοδο. Κι όμως, αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα αναδύονται ως απορίες σε μια απλή εκδήλωση. Κι αυτό δεν είναι ευθύνη ούτε των ανθρώπων που ρωτούν ούτε των ανθρώπων που απαντούν – είναι προϊόν μιας ευρύτερης, βαθιάς ιστοριογραφικής ανεπάρκειας.
Ο Έβρος είναι ένας τόπος όπου η ιστορία δεν βρίσκεται ποτέ σε ησυχία. Είναι σύνορο, κόμβος, τόπος προσφυγιάς και επιδρομών, αρχαίος διάδρομος εμπορίου και στρατευμάτων. Θα περίμενε κανείς ένας τέτοιος τόπος να έχει πλούσια, συστηματική και συνεχώς ανανεούμενη ιστορική βιβλιογραφία. Κι όμως, ενώ αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεδία της νεότερης ελληνικής ιστορίας, η επιστημονική καταγραφή του παρελθόντος του παραμένει αποσπασματική, συχνά ελλιπής και συχνά ανύπαρκτη. Το παράδοξο είναι πως – όπως στην Αλεξανδρούπολη – γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τον Έβρο της οθωμανικής περιόδου, παρά για τον Έβρο της ελληνικής.
Αυτό δεν συμβαίνει τυχαία. Το σύγχρονο τουρκικό κράτος έχει φροντίσει συστηματικά να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη των άλλοτε πατρίδων του. Περιοχές όπως ο Δεδέαγατς, το Σουφλί, το Διδυμότειχο και δεκάδες ακόμη οικισμοί της Θράκης έχουν αποτελέσει αντικείμενο λεπτομερούς μελέτης από κρατικά αρχεία, ακαδημαϊκά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα. Οθωμανικά κατάστιχα, δημοτολόγια, φορολογικά μητρώα, αρχεία υποδομών και εμπορίου έχουν οργανωθεί και ψηφιοποιηθεί. Σήμερα ένας ερευνητής μπορεί να ανασυνθέσει με εκπληκτική ακρίβεια τη ζωή της περιοχής πριν από το 1920: ποιοι ζούσαν εδώ, τι παρήγαγαν, πώς κινούνταν ο πληθυσμός, ποιες ήταν οι ισορροπίες και οι εντάσεις.
Αντίθετα, για την ελληνική περίοδο η εικόνα αλλάζει απότομα. Μετά το 1920, η ιστοριογραφία του Έβρου μοιάζει σαν κάποιος να της τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα. Η συστηματική έρευνα είναι περιορισμένη, τα δημόσια αρχεία συχνά αποδιοργανωμένα, τα πανεπιστήμια δεν ανέπτυξαν ειδικευμένα κέντρα νεότερης ιστορίας, και όλη η δουλειά έχει μείνει στους ώμους λίγων, αποσπασματικών προσπαθειών. Τα σημαντικά γεγονότα συχνά καταγράφονται μέσα από επετειακά λευκώματα ή ερασιτεχνικές αναδρομές – όχι μέσα από οργανωμένη επιστημονική μεθοδολογία. Το αποτέλεσμα είναι ένα ιστορικό μωσαϊκό χωρίς συνοχή, χωρίς βάθος, χωρίς σύνδεση.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο ακαδημαϊκό. Είναι πολιτικό, κοινωνικό. Όταν μια κοινωνία δεν έχει πρόσβαση στη γνώση της δικής της ιστορίας, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τη διαδρομή της ούτε το μέλλον της...
Δημήτρης Γ. Μερκούρης
MSc Δημόσια Ιστορία
[post_ads]









ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω