Χάρηκα που η ανθρωπιά μας δεν έχει χαθεί. Ένιωσα περήφανη που ήμουν παρούσα στο μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Υπάρχει ακόμα ελπίδα στην Ελλάδα!
της Ευγενίας Ηλιοπούλου
Πρωί, πρωί με την δροσούλα ξεκίνησα την βόλτα μου. Το πάρκο ήταν σχεδόν άδειο. Οι ανθισμένες νεραντζιές, με το μεθυστικό τους άρωμα, θύμιζαν ότι η άνοιξη δεν μας ρωτάει. Προχωράει με τους δικούς της ρυθμούς αφήνοντας το μεγαλείο της φύσης να ξεπεράσει τα δύσκολα της πανδημίας και την μιζέρια των ανθρώπων. Με το καλό!
Βυθισμένη στις σκέψεις μου προχώρησα στο δρόμο. Προσπαθούσα να αφήσω, για λίγες στιγμές, τους προβληματισμούς μου στην άκρη. Χαλαρά και αλαφροπάτητα με έντονη αφαιρετική διάθεση αφέθηκα στην ομορφιά και την γαλήνη της στιγμής. Ωραία και ήρεμα άφησα τις σκέψεις μου να φύγουν ασχολούμενη μόνο με την χαρά της κίνησης. Μεταμορφώθηκα σε μία μικρή κοπέλα που χαίρεται και ζει ανέμελα την στιγμή.
Δίπλα μου πέρασε γρήγορα ένας άντρας. Με λίγο ταλαιπωρημένα, από την φθορά του χρόνου, συνάμα φρεσκοσιδερωμένα και πεντακάθαρα ρούχα. Στο δεξί χέρι κρατούσε απαλά μία τυρόπιτα που μοσχοβολούσε. Μάλλον το κολατσιό του. Η μυρωδιά της ήταν σκέτη πρόκληση. Ενδόμυχα υποσχέθηκα στον εαυτό μου να αγοράσω μία για μένα. Συνέχισα την βόλτα μου απορροφημένη από τις σκέψεις μου.
Ο άντρας προπορεύτηκε και λίγο μετά γύρισε απότομα πίσω. Φαντάστηκα ότι ξέχασε κάτι και σταμάτησα και εγώ. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα ποιος ήταν ο λόγος. Κοντά στα κάγκελα του πάρκου ήταν μία οικογένεια προσφύγων. Αυτός, αυτή και τα τρία μικρά παιδιά τους. Δύο όρθια έπαιζαν και το άλλο στο καροτσάκι. Είχαν μπροστά τους το κολατσιό τους. Δύο κουλούρια Θεσσαλονίκης και ένα μπουκάλι νερό. Ο άντρας σταμάτησε μπροστά τους. Τους κοίταξε για λίγο και μετά άπλωσε το χέρι με την τυρόπιτα. Αυθόρμητα τους την πρόσφερε. Οι πρόσφυγες δεν ήταν ζητιάνοι και δεν είχαν αφήσει να φανεί ότι είναι απελπισμένοι. Περήφανα τον κοίταξαν απορημένοι. Το χαμόγελο και η θερμή ματιά του, τους έπεισε ότι η χειρονομία δεν ήταν προσβλητική. Χωρίς λόγια. Δεν ζήτησε τίποτα απλώς πρόσφερε γενναιόδωρα το κολατσιό του. Το ζευγάρι ζύγισε για λίγο την κατάσταση και μετά το δέχτηκε. Ψέλλισαν την λέξη ευχαριστώ σε σπασμένα αγγλικά. Μετά ο άντρας τους χαιρέτησε και συνέχισε την διαδρομή του. Απομακρύνθηκα για να μην χαλάσω την ομορφιά της στιγμής.
Τι μπορεί να κάνει ο κόσμος για κάποιους που περνάνε μία προσωρινή κατάσταση πενίας; Πόσο προσεκτικά πρέπει να προσφέρεις χωρίς να θίξεις την περηφάνια τους; Είναι μεγάλη υπόθεση να μπορείς να μοιραστείς, μέσα στην φτώχεια σου, τα λίγα που έχεις με κάποιους που έχουν λιγότερα από εσένα. Ως μάρτυρας έμεινα άναυδη. Χάρηκα που η ανθρωπιά μας δεν έχει χαθεί. Ένιωσα περήφανη που είχα την τιμή να είμαι παρούσα στο μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Πως να μην υποκλιθείς σε μια τέτοια κίνηση μεγαλοψυχίας; Υπάρχει ακόμα ελπίδα στην Ελλάδα!
Πρωί, πρωί με την δροσούλα ξεκίνησα την βόλτα μου. Το πάρκο ήταν σχεδόν άδειο. Οι ανθισμένες νεραντζιές, με το μεθυστικό τους άρωμα, θύμιζαν ότι η άνοιξη δεν μας ρωτάει. Προχωράει με τους δικούς της ρυθμούς αφήνοντας το μεγαλείο της φύσης να ξεπεράσει τα δύσκολα της πανδημίας και την μιζέρια των ανθρώπων. Με το καλό!
Βυθισμένη στις σκέψεις μου προχώρησα στο δρόμο. Προσπαθούσα να αφήσω, για λίγες στιγμές, τους προβληματισμούς μου στην άκρη. Χαλαρά και αλαφροπάτητα με έντονη αφαιρετική διάθεση αφέθηκα στην ομορφιά και την γαλήνη της στιγμής. Ωραία και ήρεμα άφησα τις σκέψεις μου να φύγουν ασχολούμενη μόνο με την χαρά της κίνησης. Μεταμορφώθηκα σε μία μικρή κοπέλα που χαίρεται και ζει ανέμελα την στιγμή.
Δίπλα μου πέρασε γρήγορα ένας άντρας. Με λίγο ταλαιπωρημένα, από την φθορά του χρόνου, συνάμα φρεσκοσιδερωμένα και πεντακάθαρα ρούχα. Στο δεξί χέρι κρατούσε απαλά μία τυρόπιτα που μοσχοβολούσε. Μάλλον το κολατσιό του. Η μυρωδιά της ήταν σκέτη πρόκληση. Ενδόμυχα υποσχέθηκα στον εαυτό μου να αγοράσω μία για μένα. Συνέχισα την βόλτα μου απορροφημένη από τις σκέψεις μου.
Ο άντρας προπορεύτηκε και λίγο μετά γύρισε απότομα πίσω. Φαντάστηκα ότι ξέχασε κάτι και σταμάτησα και εγώ. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα ποιος ήταν ο λόγος. Κοντά στα κάγκελα του πάρκου ήταν μία οικογένεια προσφύγων. Αυτός, αυτή και τα τρία μικρά παιδιά τους. Δύο όρθια έπαιζαν και το άλλο στο καροτσάκι. Είχαν μπροστά τους το κολατσιό τους. Δύο κουλούρια Θεσσαλονίκης και ένα μπουκάλι νερό. Ο άντρας σταμάτησε μπροστά τους. Τους κοίταξε για λίγο και μετά άπλωσε το χέρι με την τυρόπιτα. Αυθόρμητα τους την πρόσφερε. Οι πρόσφυγες δεν ήταν ζητιάνοι και δεν είχαν αφήσει να φανεί ότι είναι απελπισμένοι. Περήφανα τον κοίταξαν απορημένοι. Το χαμόγελο και η θερμή ματιά του, τους έπεισε ότι η χειρονομία δεν ήταν προσβλητική. Χωρίς λόγια. Δεν ζήτησε τίποτα απλώς πρόσφερε γενναιόδωρα το κολατσιό του. Το ζευγάρι ζύγισε για λίγο την κατάσταση και μετά το δέχτηκε. Ψέλλισαν την λέξη ευχαριστώ σε σπασμένα αγγλικά. Μετά ο άντρας τους χαιρέτησε και συνέχισε την διαδρομή του. Απομακρύνθηκα για να μην χαλάσω την ομορφιά της στιγμής.
Τι μπορεί να κάνει ο κόσμος για κάποιους που περνάνε μία προσωρινή κατάσταση πενίας; Πόσο προσεκτικά πρέπει να προσφέρεις χωρίς να θίξεις την περηφάνια τους; Είναι μεγάλη υπόθεση να μπορείς να μοιραστείς, μέσα στην φτώχεια σου, τα λίγα που έχεις με κάποιους που έχουν λιγότερα από εσένα. Ως μάρτυρας έμεινα άναυδη. Χάρηκα που η ανθρωπιά μας δεν έχει χαθεί. Ένιωσα περήφανη που είχα την τιμή να είμαι παρούσα στο μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής. Πως να μην υποκλιθείς σε μια τέτοια κίνηση μεγαλοψυχίας; Υπάρχει ακόμα ελπίδα στην Ελλάδα!
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω