Οι τελευταίες εξελίξεις γύρω από τις αράχνες και τους σκορπιούς παρουσιάστηκαν στο 25ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Αραχνολογίας, που φιλοξενήθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Εκατό επιστήμονες από όλο τον κόσμο, περιέγραψαν την εμπειρία τους από ερευνητικές αποστολές.
Σύμφωνα με τα όσα είπαν οι επιστήμονες, παράδεισος για τις αράχνες θεωρείται η χώρα μας, αφού υπολογίζεται ότι κοντά στα 1.500 είδη (856 είναι επίσημα καταγεγραμμένα) πλέκουν εδώ τον ιστό τους. Το 30% αυτών, ποσοστό πολύ υψηλό, είναι σπηλαιόβιες, ζουν δηλαδή στο υγρό και παγωμένο περιβάλλον των σπηλαίων, μέσα στο οποίο έχουν αναπτύξει πολύ την αίσθηση της αφής. Θραύση κάνουν επίσης οι «μαύρες χήρες» που μαζί με τη «λοξοσκέλες» (loxosceles) είναι τα δύο πιο επικίνδυνα είδη για τον άνθρωπο που βρίσκονται και στη χώρα μας.....
«Η μοναδική γεωγραφία της Ελλάδας βοηθά ώστε να φιλτράρονται τα είδη και να κατανέμονται αναλόγως. Ιδιαίτερα η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου είναι χώροι έντονου ενδημισμού για τα αραχνοειδή, τα οποία σε όλο τον κόσμο είναι πάνω από 40.000 διαφορετικά είδη», δήλωσε στο «Έθνος» η μοναδική ίσως Ελληνίδα αραχνολόγος, Μαρία Χατζάκη, λέκτορας του τμήματος Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
«Ο κόσμος φοβάται τις αράχνες και νομίζει ότι όλες είναι ίδιες, αποκρουστικές και επικίνδυνες. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος. Πρέπει να ξέρουν όλοι ότι ακόμη και μια... συνάντηση με την επικίνδυνη μαύρη χήρα μπορεί να μη σημάνει τίποτε», μας είπε η κ. Χατζάκη και εξήγησε: «αν δεν προκληθεί, η αράχνη δεν επιτίθεται. Αν όμως κάποιος επιχειρήσει να την διώξει με πολύ άγριο τρόπο, τότε θα του επιτεθεί και θα τον τσιμπήσει».
Η «μαύρη χήρα» ευθύνεται για, περιορισμένο ευτυχώς, αριθμό θανάτων στην Ελλάδα, με τελευταίο αυτόν το 2003 σε χωριό της Αρτας. Της αρέσει να βρίσκεται στην ύπαιθρο, μέσα σε βράχια, κάτω από πέτρες, αλλά κι ανάμεσα στις καλλιέργειες, όπου είναι και το πιο επικίνδυνο. Το δηλητήριό της είναι πολύ τοξικό, σχεδόν 15 φορές πιο τοξικό από αυτό του κροταλία. Τα συμπτώματα μετά από ένα τσίμπημα της «μαύρης χήρας» μοιάζουν πολύ με αυτά της σκωληκοειδίτιδας, κι αυτό μπερδεύει τους γιατρούς.
Η «μαύρη χήρα» έχει, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ένα μαύρο γυαλιστερό χρώμα, αλλά κάτω από το μικροσκόπιο φαίνονται μικρές τρίχες. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 15 διαφορετικά είδη «μαύρης χήρας», ενώ στη νότια Ευρώπη και στην Ελλάδα εντοπίζονται μόνο 3 από αυτά. Ο ιστός τους είναι γυαλιστερός από εξαιρετικά ανθεκτικό μεταξωτό νήμα, το οποίο μάλιστα στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιούνταν για το σκόπευτρο στα τουφέκια.
Το δεύτερο επικίνδυνο είδος που απαντάται στην Ελλάδα είναι οι «λοξοσκέλες». Πρόκειται για ένα πολύ κοινό είδος, που ευθύνεται για επιθέσεις στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου. Προκαλεί δερματονεκρωτικά προβλήματα, όχι τον θάνατο, και είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει εντοπιστεί ακόμη στη βόρεια Ελλάδα. «Η λοξοσκέλες αγαπά τα ξηρά και πολύ ζεστά κλίματα, γι αυτό και μεγάλοι πληθυσμοί της υπάρχουν στο νότιο τμήμα της χώρας», μας είπε η κ. Χατζάκη, ενώ πρόσφατη έρευνα της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Κρήτης κατέγραψε περίπου 30 περιστατικά με επιθέσεις από «λοξοσκέλες» την τελευταία 10ετία.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο Αραχνολογίας, αφορούσε ένα νέο είδος αράχνης που βρέθηκε στην Αυστραλία και ζει στις παλίρροιες, κάτω από το νερό, σε βάθος μέχρι και 6 μέτρα. Εκεί περνούν όλη τη ζωή τους, χρησιμοποιούν τον αέρα που εγκλωβίζουν τα σφουγγάρια και τρέφονται με μικρά ασπόνδυλα, γαρίδες, ακόμη και πολύ μικρά ψάρια!
Στην Ασία βρέθηκαν αράχνες που κυνηγούν σαλιγκάρια, ενώ στην Αμερική υπάρχουν κλεπτοπαρασιτικά είδη, δηλαδή αρσενικά που παραμονεύουν και κλέβουν την τροφή που μαζεύει στον ιστό του το θηλυκό.
Οι αράχνες αναπτύσσουν μια εξαιρετικά κανιβαλιστική σεξουαλική συμπεριφορά και η ερωτική τους ζωή είναι αρκετά πολύπλοκη. Το αρσενικό έχει δύο σπερματοφόρους σάκους. Τον έναν τον κόβει και τον πετά ή τον χάνει στην πάλη του με κάποιο άλλο, τον άλλον τον αφήνει στο πίσω μέρος της θηλυκής εφόσον αυτή ανταποκριθεί στο ερωτικό του κάλεσμα. Αν η θηλυκή δεν «γουστάρει» το αρσενικό, τότε τον τρώει χωρίς καμία ενοχή και περιμένει κάποιον πιο ελκυστικό εραστή. Συμβαίνει επίσης να αποδεχτεί τον αρσενικό, να πάρει τον σπερματοφόρο σάκο του και μετά να τον φάει, αλλά ακόμη κι αν τον αφήσει να φύγει, ο αρσενικός είναι τόσο εξουθενωμένος από τη διαδικασία που παραπατά και καταλήγει να γίνει εύκολο θήραμα για άλλα έντομα.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ ONLINE
Σύμφωνα με τα όσα είπαν οι επιστήμονες, παράδεισος για τις αράχνες θεωρείται η χώρα μας, αφού υπολογίζεται ότι κοντά στα 1.500 είδη (856 είναι επίσημα καταγεγραμμένα) πλέκουν εδώ τον ιστό τους. Το 30% αυτών, ποσοστό πολύ υψηλό, είναι σπηλαιόβιες, ζουν δηλαδή στο υγρό και παγωμένο περιβάλλον των σπηλαίων, μέσα στο οποίο έχουν αναπτύξει πολύ την αίσθηση της αφής. Θραύση κάνουν επίσης οι «μαύρες χήρες» που μαζί με τη «λοξοσκέλες» (loxosceles) είναι τα δύο πιο επικίνδυνα είδη για τον άνθρωπο που βρίσκονται και στη χώρα μας.....
«Η μοναδική γεωγραφία της Ελλάδας βοηθά ώστε να φιλτράρονται τα είδη και να κατανέμονται αναλόγως. Ιδιαίτερα η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου είναι χώροι έντονου ενδημισμού για τα αραχνοειδή, τα οποία σε όλο τον κόσμο είναι πάνω από 40.000 διαφορετικά είδη», δήλωσε στο «Έθνος» η μοναδική ίσως Ελληνίδα αραχνολόγος, Μαρία Χατζάκη, λέκτορας του τμήματος Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
«Ο κόσμος φοβάται τις αράχνες και νομίζει ότι όλες είναι ίδιες, αποκρουστικές και επικίνδυνες. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος. Πρέπει να ξέρουν όλοι ότι ακόμη και μια... συνάντηση με την επικίνδυνη μαύρη χήρα μπορεί να μη σημάνει τίποτε», μας είπε η κ. Χατζάκη και εξήγησε: «αν δεν προκληθεί, η αράχνη δεν επιτίθεται. Αν όμως κάποιος επιχειρήσει να την διώξει με πολύ άγριο τρόπο, τότε θα του επιτεθεί και θα τον τσιμπήσει».
Η «μαύρη χήρα» ευθύνεται για, περιορισμένο ευτυχώς, αριθμό θανάτων στην Ελλάδα, με τελευταίο αυτόν το 2003 σε χωριό της Αρτας. Της αρέσει να βρίσκεται στην ύπαιθρο, μέσα σε βράχια, κάτω από πέτρες, αλλά κι ανάμεσα στις καλλιέργειες, όπου είναι και το πιο επικίνδυνο. Το δηλητήριό της είναι πολύ τοξικό, σχεδόν 15 φορές πιο τοξικό από αυτό του κροταλία. Τα συμπτώματα μετά από ένα τσίμπημα της «μαύρης χήρας» μοιάζουν πολύ με αυτά της σκωληκοειδίτιδας, κι αυτό μπερδεύει τους γιατρούς.
Η «μαύρη χήρα» έχει, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ένα μαύρο γυαλιστερό χρώμα, αλλά κάτω από το μικροσκόπιο φαίνονται μικρές τρίχες. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 15 διαφορετικά είδη «μαύρης χήρας», ενώ στη νότια Ευρώπη και στην Ελλάδα εντοπίζονται μόνο 3 από αυτά. Ο ιστός τους είναι γυαλιστερός από εξαιρετικά ανθεκτικό μεταξωτό νήμα, το οποίο μάλιστα στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιούνταν για το σκόπευτρο στα τουφέκια.
Το δεύτερο επικίνδυνο είδος που απαντάται στην Ελλάδα είναι οι «λοξοσκέλες». Πρόκειται για ένα πολύ κοινό είδος, που ευθύνεται για επιθέσεις στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου. Προκαλεί δερματονεκρωτικά προβλήματα, όχι τον θάνατο, και είναι χαρακτηριστικό ότι δεν έχει εντοπιστεί ακόμη στη βόρεια Ελλάδα. «Η λοξοσκέλες αγαπά τα ξηρά και πολύ ζεστά κλίματα, γι αυτό και μεγάλοι πληθυσμοί της υπάρχουν στο νότιο τμήμα της χώρας», μας είπε η κ. Χατζάκη, ενώ πρόσφατη έρευνα της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Κρήτης κατέγραψε περίπου 30 περιστατικά με επιθέσεις από «λοξοσκέλες» την τελευταία 10ετία.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο Αραχνολογίας, αφορούσε ένα νέο είδος αράχνης που βρέθηκε στην Αυστραλία και ζει στις παλίρροιες, κάτω από το νερό, σε βάθος μέχρι και 6 μέτρα. Εκεί περνούν όλη τη ζωή τους, χρησιμοποιούν τον αέρα που εγκλωβίζουν τα σφουγγάρια και τρέφονται με μικρά ασπόνδυλα, γαρίδες, ακόμη και πολύ μικρά ψάρια!
Στην Ασία βρέθηκαν αράχνες που κυνηγούν σαλιγκάρια, ενώ στην Αμερική υπάρχουν κλεπτοπαρασιτικά είδη, δηλαδή αρσενικά που παραμονεύουν και κλέβουν την τροφή που μαζεύει στον ιστό του το θηλυκό.
Οι αράχνες αναπτύσσουν μια εξαιρετικά κανιβαλιστική σεξουαλική συμπεριφορά και η ερωτική τους ζωή είναι αρκετά πολύπλοκη. Το αρσενικό έχει δύο σπερματοφόρους σάκους. Τον έναν τον κόβει και τον πετά ή τον χάνει στην πάλη του με κάποιο άλλο, τον άλλον τον αφήνει στο πίσω μέρος της θηλυκής εφόσον αυτή ανταποκριθεί στο ερωτικό του κάλεσμα. Αν η θηλυκή δεν «γουστάρει» το αρσενικό, τότε τον τρώει χωρίς καμία ενοχή και περιμένει κάποιον πιο ελκυστικό εραστή. Συμβαίνει επίσης να αποδεχτεί τον αρσενικό, να πάρει τον σπερματοφόρο σάκο του και μετά να τον φάει, αλλά ακόμη κι αν τον αφήσει να φύγει, ο αρσενικός είναι τόσο εξουθενωμένος από τη διαδικασία που παραπατά και καταλήγει να γίνει εύκολο θήραμα για άλλα έντομα.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ ONLINE
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω