Πόντιοι μουσικοί που ήρθαν στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους τα όργανα που έπαιζαν, πέραν των παραδοσιακών που γνωρίζουμε.
της Ουρανίας Πανταζίδου
Θυμάμαι ότι από τότε που διέμενα στη Σύρο γινόταν πολύς λόγος για το Συριανό Μάρκο Βαμβακάρη και για τους Μικρασιάτες ρεμπέτες, κυρίως από την περιοχή της Σμύρνης αλλά και της Κωνσταντινούπολης, που εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στον Πειραιά. Έτσι άρχισε η αναζήτησή μου για τυχόν Πόντιους ρεμπέτες.
Κατά την έρευνά μου τότε είχα ανακαλύψει τον Πόντιο ρεμπέτη Γιάννη Εϊτζιρίδη ή Ετσειρίδη, γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς. Δεν πρόλαβα όμως να αναδείξω το θέμα καθώς μετακόμισα από τη Σύρο.
Όταν το Φεβρουάριο του 2022 παρακολούθησα μια διαδικτυακή διάλεξη με ομιλήτρια την Διδάκτορα Λαογραφίας Μυροφόρα Ευσταθιάδου, που πραγματοποίησε η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης με θέμα "Ρεμπέτες εκ Πόντου. Μια προσφυγική κραυγή" με αναφορά στον Γιοβάν Τσαούς και στην Σεβάς Χανούμ (Σεβαστή Παπαδοπούλου με καταγωγή από τη Σαμψούντα και γεννημένη στη Δράμα), ξαναέφερα το θέμα στην επιφάνεια. Πρόθεσή μου ήταν να αναζητήσω τους Πόντιους μουσικούς που ήρθαν στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους τα όργανα που έπαιζαν, πέραν των παραδοσιακών* που γνωρίζουμε.
Ο ρεμπέτης Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης ή Γιοβάν Τσαούς
Ο Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης (ή Yovan Çavuş) ποντιακής καταγωγής γεννήθηκε στην Κασταμονή το 1893. Η Κασταμονή ήταν η πατρίδα των Μεγάλων Κομνηνών και πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1393. Υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό ως λοχίας (εξ ου και το προσωνύμιο Τσαούς = λοχίας).
Ο Γιοβάν Τσαούς ήταν ξακουστός μουσικός σε όλη τη Μικρά Ασία. Σε ηλικία 18 χρονών, όπως γράφουν οι μελετητές του ρεμπέτικου έπαιξε πολλές φορές στο σαράι του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ Β΄, όπου συνόδευσε τον σπουδαίο Τούρκο τραγουδιστή της εποχής Hafız Burhan. Μάλιστα, λέγεται ότι απ΄ όσους τραγούδησαν στα σαράι ήταν οι μόνοι, μαζί με τον Ζουρναλή Μεμέτ που δεν ευνούχισε ο Σουλτάνος.
Ο Γιοβάν Τσαούς ήρθε στην Ελλάδα το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών κι εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό, απ΄ όπου έβλεπε την ταλαιπωρία των προσφύγων και των αστέγων. Αρχικά εργάστηκε ως ράφτης μαζί με τη γυναίκα του. Αργότερα θα μετακομίσουν στην Κοκκινιά όπου θ΄ ανοίξει ένα καφέ-ουζερί.
Αν και αυτοδίδακτος έπαιζε περίφημα πιάνο, βιολί, τζουρά, σάζι, ούτι, μπουζούκι, μπαγλαμά και ταμπουρά. Ο Γιοβάν Τσαούς κουβάλησε μαζί του στην Ελλάδα όλα τα ακούσματα από τον τόπο όπου γεννήθηκε και στον οποίον ζούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Γιουρούκοι και ζεϊμπέκες. (http://rembetikoidialogoigmail.blogspot.com/2010/09/blog-post_12.html).
Αξίζει εδώ να επισημάνω ότι οι Γιουρούκοι μισούσαν τους Τούρκους και τους αποκαλούσαν "Γιαπαντζή" (= ξένους). Όπως φαίνεται και από τα ήθη κι έθιμά τους μάλλον ήταν εξισλαμισμένοι Ελληνες. Δεν είναι τυχαίο που στην περιοχή αυτή όταν τους ρωτούσαν τι είναι, απαντούσαν μπεν Έλλενος ή μπεν Ελλένικος. (Κ. Λαμέρας "Πόσοι και ποίοι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μετά την ανταλλαγή", Αθήνα 1929 - Επιτροπή Ποντιακών Μελετών).
Ο Γιοβάν Τσαούς συνέθετε τη μουσική σε στίχους που, κυρίως έγραφε η γυναίκα του Αικατερίνη Καραγιώργη - Χουρμούζη. Λέγεται ότι τα ατέλειωτα ταξίμια του ήταν μοναδικά: «Ούτε ακούστηκαν, ούτε θα ματακουστούνε τέτοια ταξίμια».
Όλοι οι παλιοί παραδέχονταν τον Γιοβάν Τσαούς ως κορυφαίο ρεμπέτη δημιουργό. Ο Μάρκος Βαμβακάρης καθότανε δίπλα του, άφηνε το μπουζούκι του, τον χάζευε και του έλεγε «παίξε Γιοβάνη, να χαρείς τα παιδιά σου». (https://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?t=686).
Ο δε φίλος του Κυριάκος Λαζαρίδης που του κατασκεύαζε τα ιδιόμορφα όργανά του έλεγε γι΄ αυτόν: «Πάνω στα μπράτσα των οργάνων του δεν είχε τέλια, αλλά χιλιάδες ξωτικά πουλιά, που περίμεναν να τ' αγγίξει για να λαλήσουν».
Στη δισκογραφία θα μπει το 1936. Θα γράψει πολλά τραγούδια αλλά λίγα θα φέρουν το όνομά του. Γνωστά τραγούδια του είναι: ο Γελασμένος, η Διαμάντω η παιχνιδιάρα, η βλάμισσα, η Δραπετσώνα, η Μάγκισσα, Πέντε μάγκες στον Περαιά κ.α.
Ως οργανοπαίκτης έπαιξε μουσική με τον Παναγιώτη Τούντα και άλλους συνθέτες, ενώ τραγούδια του τραγούδησαν ο Αντώνης Καλυβόπουλος και ο Μιχαλάκης Περπινιάδης.
Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε από δηλητηρίαση στην Κοκκινιά κατά τη διάρκεια της Κατοχής τον Οκτώβριο του 1942. Είχε καταναλώσει χαλασμένο σιτάρι που βρήκε στο αμπάρι κάποιου βομβαρδισμένου πλοίου. Λίγες ώρες αργότερα από τον ίδιο λόγο θα πεθάνει και η γυναίκα του. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία ν΄ αναδείξει το έργο του μετά τον πόλεμο, την εποχή που μεσουρανούσαν η ρεμπέτικη μουσική και οι ρεμπέτες.
Ποτοσίδης Ηλίας
Ένας άλλος ρεμπέτης Ποντιακής καταγωγής ήταν ο Ηλίας Ποτοσίδης (γνωστός με το παρατσούκλι Πανωβλέπας ή Χαμψίας). Γεννήθηκε στη Σαμψούντα το 1915. Ο πατέρας του ήταν μουσικός κι έπαιζε πολύ καλά σάζι. Κοντά του έμαθε να παίζει μουσική και ο μικρός Ηλίας.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Ο Ηλίας Ποτοσίδης εξελίχθηκε σε δεινό μπουζουξή. Συνεργάστηκε με γνωστά ονόματα της εποχής, κυρίως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου αλλά και τη Μπέλλου, Καζαντζίδη, Σεβάς Χανούμ κ.α. Το 1961 τον βρίσκουμε στην Αμερική με δικό του συγκρότημα, όπου κάνει μεγάλη καριέρα.
Τσομίδης Ιορδάνης (Ο Τζόρνταν)
Άλλος ένας Πόντιος ρεμπέτης από τη Σαμψούντα. Βέβαια ο ίδιος γεννήθηκε στην Κοκκινιά το 1933, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως τσαγκάρης. Τον αναφέρω γιατί μας δίνει σημαντική πληροφορία για τον πατέρα του που, όπως λέει, είχε φέρει μαζί του το βιολί του από την Ορντού (Κοτύωρα). Κοντά του ο Ιορδάνης θα μάθει να παίζει βιολί και μπουζούκι.
Ήταν 13 χρονών όταν άρχισε να παραδίδει μαθήματα σε πιτσιρικάδες. Αρχικά έπαιζε σε πανηγύρια και κάποια μαγαζιά αλλά και σε μικρά θέατρα ως παιδί - ταλέντο. Στα 18 του παίρνει την πρώτη θέση στα 5.000 μέτρα στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Εφήβων. Συμμετείχε και σε ορχήστρες που περιόδευαν στην επαρχία, Βόλο, Αγρίνιο, Άρτα, Πρέβεζα, Θεσσαλονίκη. Το 1957 θα φύγει για την Αμερική. Εκεί έπαιξε για 15 χρόνια σε ελληνικά μαγαζιά και έκανε παρέα με τον Τζακ Νίκολσον, την Σίρλει Μακ Λέιν, την Τζέιν Φόντα και άλλους.
Το 1973 ο Ιορδάνης Τσομίδης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα δικό του μαγαζί. Δε θα τα καταφέρει και έτσι θα αναγκαστεί να ξαναφύγει στο εξωτερικό. Θα παίξει πάλι στην Αμερική και έπειτα σε μαγαζιά και συναυλίες στην Ευρώπη, σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Στο εξωτερικό θα ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους. Ανάμεσά τους υπάρχει και η συμμετοχή του σε έναν τζαζ δίσκο, που ηχογράφησε το 1966 με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και άλλους μουσικούς της πολυεθνικής σκηνής της Νέας Υόρκης.
Θα μείνει στην ιστορία για τα ταξίμια του, τα οποία είναι κυριολεκτικά ανεπανάληπτα. Πέθανε την 1η Μαρτίου 2006 σε ηλικία 73 ετών. (https://www.rizospastis.gr)
Παπαδόπουλος Γιάννης
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1898. Η ζωή του, πριν εγκαταλείψει τον Πόντο και εγκατασταθεί στην Καβάλα ήταν κινηματογραφική. Διετέλεσε μέλος της αιματοβαμμένης μπάντας του Τοπάλ Οσμάν. Είχε επιστρατευθεί από τη Φιλαρμονική της Κερασούντας μαζί με άλλους 13 Έλληνες και 3 Τούρκους μουσικούς. Κάθε φορά που οι τσέτες έμπαιναν σε χωριά χριστιανών για να σφάξουν, βιάσουν, λεηλατήσουν ο Τοπάλ Οσμάν υποχρέωνε τους μουσικούς να παίζουν εμβατήρια.
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έπαιζε πίφερο (ξύλινο πνευστό, είδος φλάουτου). Υπήρξε ο μοναδικός επιζών της μπάντας του Τοπάλ Οσμάν. Όταν ήρθε στην Ελλάδα δεν ξαναέπαιξε μουσική, τιμώντας έτσι τη μνήμη των αδικοχαμένων συντρόφων του. Αργότερα κατέγραψε σε βιβλίο τα όσα έζησε. Πέθανε στην Καβάλα το 1985. Η ζωή του στην μπάντα του Τοπάλ Οσμάν θα γίνει ντοκυμαντέρ από το δημοσιογράφο και ερευνητή Νίκο Ασλανίδη.
Σουρμαΐδης Παναγιώτης γνωστός ως Τσίφτης
Ο Παναγής ο Τσίφτης από την Κερασούντα ήταν περιζήτητος μουσικός σε όλο τον Πόντο. Μαζί με την μπάντα του τον καλούσαν να παίξει σε γάμους και γιορτές. Επιστρατεύθηκε κι αυτός στην αιματοβαμμένη μπάντα του Τοπάλ Οσμάν. Μάλιστα οι πληροφορίες λένε ότι ήταν ο αρχιμουσικός της μπάντας.
Ο Παναγιώτης Σουρμαΐδης ή Τσίφτης δεν κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα. Ομως στην Ελλάδα ήρθε η οικογένειά του. Έχουμε μαρτυρίες από τους δυο εγγονούς του, Γρηγόρη Σουρμαΐδη και Ιορδάνη Σερμαΐδη.
Ο Γρηγόρης Σουρμαΐδης ακολούθησε τα χνάρια του παππού του κι έγινε μουσικός. Γνωστός είναι ο δίσκος που άφησε με τίτλο «Στο δρόμο για το Τσιμενλί» που έγραψε για τη Γενοκτονία των Ποντίων σε στίχους του Γιώργου Καλαμαριώτη. Το Τσιμενλί ήταν χωριό της Σαμψούντας, όπου δόθηκαν σκληρές μάχες μεταξύ των ανταρτών και του τουρκικού τακτικού στρατού.
Ίσως οι παλαιότεροι να θυμούνται τη Ρένα Κουμιώτη να τραγουδά το τραγούδι "Τοπάλ Οσμάν" ή "Στο δρόμο για το Τσιμενλί" και τον Γρηγόρη Σουρμαΐδη για τον αντάρτη Βασίλουστα (Βασίλ Αγά ή Βασίλη Ανθόπουλο), για την Τραπεζούντα, την ανταλλαγή κ.α.
Γράφει ο Γρηγόρης Σουρμαΐδης στο οπισθόφυλλο του δίσκου του:
«Ο πατέρας και τ’ αδέρφια του ήταν μουσικοί. Κι ο παππούς μου, ο Παναγής Σουρμαΐδης, γνωστός σ’ όλο τον Πόντο με το παρατσούκλι "τσίφτος", ήταν επικεφαλής κομπανίας μουσικών. Πέρα εκεί στ’ άγια μας χώματα μαζί με χιλιάδες άλλους Ποντίους έπεσε κι αυτός και τα άλλα μέλη της κομπανίας του κάτω από το μαχαίρι του Τοπάλ Οσμάν, ύστερα από μήνες ολόκληρους τραγικής ομηρίας.
Μέσα στο προσφυγομάνι, που άφησε πίσω του τον ρημαγμένο Πόντο, ο πατέρας μου και τ’ αδέρφια του κουβάλησαν την Ελλάδα μέσα στον μποχτσά τους και την πίκρα της ορφάνιας. Σε μια φτωχογειτονιά προσφύγων στην Αθήνα άνοιξα τα μάτια μου και στ’ αυτιά μου κρατώ ως τα τώρα μοιρολόγια του Πόντου και τραγούδια της παλληκαριάς και της αγάπης.
Και ακόμα ήχους από κεμεντζέ και νταούλι που συνόδευαν τους λεβέντικους χορούς των μαχαιριών "Τικ", "Ομάλ", "Τας", "Μπροπίς"… Πολλά απ’ αυτά τα Ποντιακά τραγούδια λέγαν οι δικοί μου πως ήταν γραμμένα από τον παππού μου. Το "Τσάμπασι" (Ντεμπιέν Ότκαγια) και η "Λεμόνα»"(Ανταλλαγή), είναι γνωστές στο ποντιακό στοιχείο μελωδίες». (www.ogdoo.gr/diskografia/diskoi-pou-den-ksexasa/sto-dromo-gia-to-tsimenli-oi-dyo-ekteleseis-enos-diskou-gia-tin-pontiaki-genoktonia).
Αλλά και ο άλλος εγγονός του Παναγή Τσίφτου, ο Ιορδάνης Σερμαΐδης έχει καταγράψει τις μνήμες της οικογένειας. Ο πατέρας του Χρήστος ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 17 ετών το 1922. Μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Σάββα (14 ετών), την αδελφή και τη μητέρα τους εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά.
Είχαν κι έναν μεγαλύτερο αδελφό τον Γιάννη, που τότε ήταν εξόριστος σε άγνωστο μέρος στην Τουρκία, γιατί είχε αρνηθεί να υπηρετήσει στον Οθωμανικό στρατό. Ο Γιάννης κατάφερε να έρθει αργότερα στην Ελλάδα, όταν η οικογένειά του είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι ήταν ζωντανός».
Ο Χρήστος Σερμαΐδης ή Σουρμαΐδης είχε μυηθεί από μικρή ηλικία στη μουσική από τον πατέρα του Παναγή Τσίφτο, όπως τον γνώριζαν όλοι στον Πόντο. Επέλεξε να μάθει βιολί και γνώριζε να παίζει και να γράφει μουσική και τη βυζαντινή και τη δυτική. Έπαιζε με το βιολί του παραδοσιακά, δημοτικά, Μικρασιάτικα, μέχρι ελαφρά, ευρωπαικά και κάποια κλασσικά κομμάτια. Έπαιζε βιολί σε γάμους και πανηγύρια.
Όπως γράφει ο Ιορδάνης Σερμαΐδης, ο πατέρας του έμοιαζε πολύ στον παππού του Παναγή, σε εμφάνιση και χαρακτήρα, που κληρονόμησε το παρατσούκλι «Τσίφτος». Αλλά και ο Ιορδάνης έμεινε γνωστός ως ο γιος του Τσίφτου.
Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι η οικογένεια Σουρμαΐδη ήταν από το Κους Καγιά της Κερασούντας. Λίγοι με αυτό το επώνυμο εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Ένας από αυτούς ο Γεώργιος Σουρμαΐδης εγκαταστάθηκε στα Πάταρα της Αλεξανδρούπολης. Ήταν ο σύζυγος της αδελφής της γιαγιάς μου Σοφίας. Οι πληροφορίες λένε ότι έπαιζε πολύ καλή λύρα.
Ο Γεώργιος με τη Σοφία είχαν ένα αγοράκι τον Ανέστη, που γεννήθηκε στα Πάταρα το 1925.
Δυστυχώς ο Γεώργιος θα σκοτωθεί νωρίς στα Πάταρα από κεραυνό. Στις λίστες με τις απογραφές των προσφύγων (Μάιος του 1928) βρίσκουμε τη Σοφία ν΄ αναγράφεται ως χήρα του Γεωργίου Σουρμαΐδη από το Κους Καγιά Κερασούντας. Το όνομα του το βρίσκουμε και ανάμεσα στους συνδρομητές βιβλίου του Γ. Κανδηλάπτη - Κάνι που εκδόθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1925.
Το δίχως άλλο ο Γεώργιος ήταν συγγενής του Παναγή Σουρμαΐδη του Τσίφτου.
* Τα βασικά παραδοσιακά όργανα που διατηρούν έως σήμερα οι Πόντιοι συμπίπτουν απόλυτα με τα βασικά αρχαιοελληνικά μουσικά όργανα, με τη διαφορά ότι αυτά έχουν εξελιχθεί σε πιο ηχηρά και τεχνικά πιο βελτιωμένα.
Έτσι η αρχαιοελληνική λύρα αντικαταστάθηκε από τον 9ο μ.Χ. αιώνα από τη λύρα με δοξάρι. Στα πνευστά παραμένουν ο αυλός με ονομασία γαβάλ ή χειλιαύρην (το μουσικό όργανο του τσοπάνη, η γνωστή μας φλογέρα) και ο δίαυλος σε μορφή ζουρνά και αγγείου ή τουλούμ-ζουρνά (προστέθηκε ο ασκός από δέρμα) και στα κρουστά έχουμε το νταούλι.
Από το 19ο αιώνα στα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν στη δημοτική και αστική μουσική συμπεριλαμβάνονται:
Η μουσική στον Πόντο είχε πολύ μεγάλη άνθηση το 19ο αιώνα έως και τότε που σταμάτησε για πάντα η ζωή του ποντιακού ελληνισμού. Η μουσική διδάσκονταν στα σχολεία, ιδρύονται μουσικο-φιλολογικοί σύλλογοι, δίδονται συναυλίες, οργανώνονται μουσικοθεατρικές παραστάσεις, μουσικοί καταγράφουν την μουσική και τα τραγούδια, π.χ. Γ. Παχτικός, Δ. Κουτσογιαννόπουλος κ.λ.π. είτε αυτά είναι γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο είτε στην Ελληνική γλώσσα.
Υ.Γ. Η παρούσα καταγραφή είναι ενδεικτική. Το δίχως άλλο υπάρχουν και πολλοί άλλοι μουσικοί που στον Πόντο ασχολήθηκαν με διάφορα μουσικά όργανα, πέραν των παραδοσιακών ποντιακών οργάνων.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
Θυμάμαι ότι από τότε που διέμενα στη Σύρο γινόταν πολύς λόγος για το Συριανό Μάρκο Βαμβακάρη και για τους Μικρασιάτες ρεμπέτες, κυρίως από την περιοχή της Σμύρνης αλλά και της Κωνσταντινούπολης, που εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στον Πειραιά. Έτσι άρχισε η αναζήτησή μου για τυχόν Πόντιους ρεμπέτες.
Κατά την έρευνά μου τότε είχα ανακαλύψει τον Πόντιο ρεμπέτη Γιάννη Εϊτζιρίδη ή Ετσειρίδη, γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς. Δεν πρόλαβα όμως να αναδείξω το θέμα καθώς μετακόμισα από τη Σύρο.
Όταν το Φεβρουάριο του 2022 παρακολούθησα μια διαδικτυακή διάλεξη με ομιλήτρια την Διδάκτορα Λαογραφίας Μυροφόρα Ευσταθιάδου, που πραγματοποίησε η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης με θέμα "Ρεμπέτες εκ Πόντου. Μια προσφυγική κραυγή" με αναφορά στον Γιοβάν Τσαούς και στην Σεβάς Χανούμ (Σεβαστή Παπαδοπούλου με καταγωγή από τη Σαμψούντα και γεννημένη στη Δράμα), ξαναέφερα το θέμα στην επιφάνεια. Πρόθεσή μου ήταν να αναζητήσω τους Πόντιους μουσικούς που ήρθαν στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους τα όργανα που έπαιζαν, πέραν των παραδοσιακών* που γνωρίζουμε.
Ο ρεμπέτης Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης ή Γιοβάν Τσαούς
Ο Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης (ή Yovan Çavuş) ποντιακής καταγωγής γεννήθηκε στην Κασταμονή το 1893. Η Κασταμονή ήταν η πατρίδα των Μεγάλων Κομνηνών και πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1393. Υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό ως λοχίας (εξ ου και το προσωνύμιο Τσαούς = λοχίας).
Χάρτης Πόντου, αριστερά επάνω στο κίτρινο πλαίσιο η Κασταμονή (Νίκος Πετρίδης) http://garasari.blogspot.com |
Ο Γιοβάν Τσαούς ήταν ξακουστός μουσικός σε όλη τη Μικρά Ασία. Σε ηλικία 18 χρονών, όπως γράφουν οι μελετητές του ρεμπέτικου έπαιξε πολλές φορές στο σαράι του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ Β΄, όπου συνόδευσε τον σπουδαίο Τούρκο τραγουδιστή της εποχής Hafız Burhan. Μάλιστα, λέγεται ότι απ΄ όσους τραγούδησαν στα σαράι ήταν οι μόνοι, μαζί με τον Ζουρναλή Μεμέτ που δεν ευνούχισε ο Σουλτάνος.
Ο Γιοβάν Τσαούς 3ος από αριστερά |
Ο Γιοβάν Τσαούς ήρθε στην Ελλάδα το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών κι εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό, απ΄ όπου έβλεπε την ταλαιπωρία των προσφύγων και των αστέγων. Αρχικά εργάστηκε ως ράφτης μαζί με τη γυναίκα του. Αργότερα θα μετακομίσουν στην Κοκκινιά όπου θ΄ ανοίξει ένα καφέ-ουζερί.
Ο Γιοβάν Τσαούς αριστερά στο μαγαζί του www.pontosnews.gr |
Αν και αυτοδίδακτος έπαιζε περίφημα πιάνο, βιολί, τζουρά, σάζι, ούτι, μπουζούκι, μπαγλαμά και ταμπουρά. Ο Γιοβάν Τσαούς κουβάλησε μαζί του στην Ελλάδα όλα τα ακούσματα από τον τόπο όπου γεννήθηκε και στον οποίον ζούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Γιουρούκοι και ζεϊμπέκες. (http://rembetikoidialogoigmail.blogspot.com/2010/09/blog-post_12.html).
Αξίζει εδώ να επισημάνω ότι οι Γιουρούκοι μισούσαν τους Τούρκους και τους αποκαλούσαν "Γιαπαντζή" (= ξένους). Όπως φαίνεται και από τα ήθη κι έθιμά τους μάλλον ήταν εξισλαμισμένοι Ελληνες. Δεν είναι τυχαίο που στην περιοχή αυτή όταν τους ρωτούσαν τι είναι, απαντούσαν μπεν Έλλενος ή μπεν Ελλένικος. (Κ. Λαμέρας "Πόσοι και ποίοι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μετά την ανταλλαγή", Αθήνα 1929 - Επιτροπή Ποντιακών Μελετών).
Ο Γιοβάν Τσαούς συνέθετε τη μουσική σε στίχους που, κυρίως έγραφε η γυναίκα του Αικατερίνη Καραγιώργη - Χουρμούζη. Λέγεται ότι τα ατέλειωτα ταξίμια του ήταν μοναδικά: «Ούτε ακούστηκαν, ούτε θα ματακουστούνε τέτοια ταξίμια».
Όλοι οι παλιοί παραδέχονταν τον Γιοβάν Τσαούς ως κορυφαίο ρεμπέτη δημιουργό. Ο Μάρκος Βαμβακάρης καθότανε δίπλα του, άφηνε το μπουζούκι του, τον χάζευε και του έλεγε «παίξε Γιοβάνη, να χαρείς τα παιδιά σου». (https://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?t=686).
Ο δε φίλος του Κυριάκος Λαζαρίδης που του κατασκεύαζε τα ιδιόμορφα όργανά του έλεγε γι΄ αυτόν: «Πάνω στα μπράτσα των οργάνων του δεν είχε τέλια, αλλά χιλιάδες ξωτικά πουλιά, που περίμεναν να τ' αγγίξει για να λαλήσουν».
Στη δισκογραφία θα μπει το 1936. Θα γράψει πολλά τραγούδια αλλά λίγα θα φέρουν το όνομά του. Γνωστά τραγούδια του είναι: ο Γελασμένος, η Διαμάντω η παιχνιδιάρα, η βλάμισσα, η Δραπετσώνα, η Μάγκισσα, Πέντε μάγκες στον Περαιά κ.α.
Ως οργανοπαίκτης έπαιξε μουσική με τον Παναγιώτη Τούντα και άλλους συνθέτες, ενώ τραγούδια του τραγούδησαν ο Αντώνης Καλυβόπουλος και ο Μιχαλάκης Περπινιάδης.
Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε από δηλητηρίαση στην Κοκκινιά κατά τη διάρκεια της Κατοχής τον Οκτώβριο του 1942. Είχε καταναλώσει χαλασμένο σιτάρι που βρήκε στο αμπάρι κάποιου βομβαρδισμένου πλοίου. Λίγες ώρες αργότερα από τον ίδιο λόγο θα πεθάνει και η γυναίκα του. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία ν΄ αναδείξει το έργο του μετά τον πόλεμο, την εποχή που μεσουρανούσαν η ρεμπέτικη μουσική και οι ρεμπέτες.
Ποτοσίδης Ηλίας
Ένας άλλος ρεμπέτης Ποντιακής καταγωγής ήταν ο Ηλίας Ποτοσίδης (γνωστός με το παρατσούκλι Πανωβλέπας ή Χαμψίας). Γεννήθηκε στη Σαμψούντα το 1915. Ο πατέρας του ήταν μουσικός κι έπαιζε πολύ καλά σάζι. Κοντά του έμαθε να παίζει μουσική και ο μικρός Ηλίας.
Ηλίας Ποτοσίδης, ο πρόσφυγας από την Σαμψούντα https://mpouzoukimpouzouksides.blogspot.com |
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Ο Ηλίας Ποτοσίδης εξελίχθηκε σε δεινό μπουζουξή. Συνεργάστηκε με γνωστά ονόματα της εποχής, κυρίως με τον Γιάννη Παπαϊωάννου αλλά και τη Μπέλλου, Καζαντζίδη, Σεβάς Χανούμ κ.α. Το 1961 τον βρίσκουμε στην Αμερική με δικό του συγκρότημα, όπου κάνει μεγάλη καριέρα.
Ο Ηλίας Ποτοσίδης (πίσω με το βέλος) ανάμεσα στους σπουδαίους μπουζουξήδες το 1948 https://mpouzoukimpouzouksides.blogspot.com |
Τσομίδης Ιορδάνης (Ο Τζόρνταν)
Άλλος ένας Πόντιος ρεμπέτης από τη Σαμψούντα. Βέβαια ο ίδιος γεννήθηκε στην Κοκκινιά το 1933, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως τσαγκάρης. Τον αναφέρω γιατί μας δίνει σημαντική πληροφορία για τον πατέρα του που, όπως λέει, είχε φέρει μαζί του το βιολί του από την Ορντού (Κοτύωρα). Κοντά του ο Ιορδάνης θα μάθει να παίζει βιολί και μπουζούκι.
Ιορδάνης Τσομίδης www.pontosnews.gr |
Ήταν 13 χρονών όταν άρχισε να παραδίδει μαθήματα σε πιτσιρικάδες. Αρχικά έπαιζε σε πανηγύρια και κάποια μαγαζιά αλλά και σε μικρά θέατρα ως παιδί - ταλέντο. Στα 18 του παίρνει την πρώτη θέση στα 5.000 μέτρα στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Εφήβων. Συμμετείχε και σε ορχήστρες που περιόδευαν στην επαρχία, Βόλο, Αγρίνιο, Άρτα, Πρέβεζα, Θεσσαλονίκη. Το 1957 θα φύγει για την Αμερική. Εκεί έπαιξε για 15 χρόνια σε ελληνικά μαγαζιά και έκανε παρέα με τον Τζακ Νίκολσον, την Σίρλει Μακ Λέιν, την Τζέιν Φόντα και άλλους.
Το 1973 ο Ιορδάνης Τσομίδης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα δικό του μαγαζί. Δε θα τα καταφέρει και έτσι θα αναγκαστεί να ξαναφύγει στο εξωτερικό. Θα παίξει πάλι στην Αμερική και έπειτα σε μαγαζιά και συναυλίες στην Ευρώπη, σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας. Στο εξωτερικό θα ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους. Ανάμεσά τους υπάρχει και η συμμετοχή του σε έναν τζαζ δίσκο, που ηχογράφησε το 1966 με τον σαξοφωνίστα Φιλ Γουντς και άλλους μουσικούς της πολυεθνικής σκηνής της Νέας Υόρκης.
Ο Ιορδάνης Τσομίδης με τον οργανοποιό Π. Βαρλά https://www.rizospastis.gr |
Θα μείνει στην ιστορία για τα ταξίμια του, τα οποία είναι κυριολεκτικά ανεπανάληπτα. Πέθανε την 1η Μαρτίου 2006 σε ηλικία 73 ετών. (https://www.rizospastis.gr)
Παπαδόπουλος Γιάννης
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1898. Η ζωή του, πριν εγκαταλείψει τον Πόντο και εγκατασταθεί στην Καβάλα ήταν κινηματογραφική. Διετέλεσε μέλος της αιματοβαμμένης μπάντας του Τοπάλ Οσμάν. Είχε επιστρατευθεί από τη Φιλαρμονική της Κερασούντας μαζί με άλλους 13 Έλληνες και 3 Τούρκους μουσικούς. Κάθε φορά που οι τσέτες έμπαιναν σε χωριά χριστιανών για να σφάξουν, βιάσουν, λεηλατήσουν ο Τοπάλ Οσμάν υποχρέωνε τους μουσικούς να παίζουν εμβατήρια.
www.kavalanews.gr |
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έπαιζε πίφερο (ξύλινο πνευστό, είδος φλάουτου). Υπήρξε ο μοναδικός επιζών της μπάντας του Τοπάλ Οσμάν. Όταν ήρθε στην Ελλάδα δεν ξαναέπαιξε μουσική, τιμώντας έτσι τη μνήμη των αδικοχαμένων συντρόφων του. Αργότερα κατέγραψε σε βιβλίο τα όσα έζησε. Πέθανε στην Καβάλα το 1985. Η ζωή του στην μπάντα του Τοπάλ Οσμάν θα γίνει ντοκυμαντέρ από το δημοσιογράφο και ερευνητή Νίκο Ασλανίδη.
Η Φιλαρμονική της Κερασούντας http://repository-iape.ekt.gr/iape/handle/11641/6564 |
Σουρμαΐδης Παναγιώτης γνωστός ως Τσίφτης
Ο Παναγής ο Τσίφτης από την Κερασούντα ήταν περιζήτητος μουσικός σε όλο τον Πόντο. Μαζί με την μπάντα του τον καλούσαν να παίξει σε γάμους και γιορτές. Επιστρατεύθηκε κι αυτός στην αιματοβαμμένη μπάντα του Τοπάλ Οσμάν. Μάλιστα οι πληροφορίες λένε ότι ήταν ο αρχιμουσικός της μπάντας.
Ο Παναγιώτης Σουρμαΐδης ή Τσίφτης δεν κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα. Ομως στην Ελλάδα ήρθε η οικογένειά του. Έχουμε μαρτυρίες από τους δυο εγγονούς του, Γρηγόρη Σουρμαΐδη και Ιορδάνη Σερμαΐδη.
Ο Γρηγόρης Σουρμαΐδης ακολούθησε τα χνάρια του παππού του κι έγινε μουσικός. Γνωστός είναι ο δίσκος που άφησε με τίτλο «Στο δρόμο για το Τσιμενλί» που έγραψε για τη Γενοκτονία των Ποντίων σε στίχους του Γιώργου Καλαμαριώτη. Το Τσιμενλί ήταν χωριό της Σαμψούντας, όπου δόθηκαν σκληρές μάχες μεταξύ των ανταρτών και του τουρκικού τακτικού στρατού.
Ο Γρηγόρης Σουρμαΐδης |
Ίσως οι παλαιότεροι να θυμούνται τη Ρένα Κουμιώτη να τραγουδά το τραγούδι "Τοπάλ Οσμάν" ή "Στο δρόμο για το Τσιμενλί" και τον Γρηγόρη Σουρμαΐδη για τον αντάρτη Βασίλουστα (Βασίλ Αγά ή Βασίλη Ανθόπουλο), για την Τραπεζούντα, την ανταλλαγή κ.α.
Γράφει ο Γρηγόρης Σουρμαΐδης στο οπισθόφυλλο του δίσκου του:
«Ο πατέρας και τ’ αδέρφια του ήταν μουσικοί. Κι ο παππούς μου, ο Παναγής Σουρμαΐδης, γνωστός σ’ όλο τον Πόντο με το παρατσούκλι "τσίφτος", ήταν επικεφαλής κομπανίας μουσικών. Πέρα εκεί στ’ άγια μας χώματα μαζί με χιλιάδες άλλους Ποντίους έπεσε κι αυτός και τα άλλα μέλη της κομπανίας του κάτω από το μαχαίρι του Τοπάλ Οσμάν, ύστερα από μήνες ολόκληρους τραγικής ομηρίας.
Μέσα στο προσφυγομάνι, που άφησε πίσω του τον ρημαγμένο Πόντο, ο πατέρας μου και τ’ αδέρφια του κουβάλησαν την Ελλάδα μέσα στον μποχτσά τους και την πίκρα της ορφάνιας. Σε μια φτωχογειτονιά προσφύγων στην Αθήνα άνοιξα τα μάτια μου και στ’ αυτιά μου κρατώ ως τα τώρα μοιρολόγια του Πόντου και τραγούδια της παλληκαριάς και της αγάπης.
Και ακόμα ήχους από κεμεντζέ και νταούλι που συνόδευαν τους λεβέντικους χορούς των μαχαιριών "Τικ", "Ομάλ", "Τας", "Μπροπίς"… Πολλά απ’ αυτά τα Ποντιακά τραγούδια λέγαν οι δικοί μου πως ήταν γραμμένα από τον παππού μου. Το "Τσάμπασι" (Ντεμπιέν Ότκαγια) και η "Λεμόνα»"(Ανταλλαγή), είναι γνωστές στο ποντιακό στοιχείο μελωδίες». (www.ogdoo.gr/diskografia/diskoi-pou-den-ksexasa/sto-dromo-gia-to-tsimenli-oi-dyo-ekteleseis-enos-diskou-gia-tin-pontiaki-genoktonia).
Αλλά και ο άλλος εγγονός του Παναγή Τσίφτου, ο Ιορδάνης Σερμαΐδης έχει καταγράψει τις μνήμες της οικογένειας. Ο πατέρας του Χρήστος ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 17 ετών το 1922. Μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Σάββα (14 ετών), την αδελφή και τη μητέρα τους εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά.
Είχαν κι έναν μεγαλύτερο αδελφό τον Γιάννη, που τότε ήταν εξόριστος σε άγνωστο μέρος στην Τουρκία, γιατί είχε αρνηθεί να υπηρετήσει στον Οθωμανικό στρατό. Ο Γιάννης κατάφερε να έρθει αργότερα στην Ελλάδα, όταν η οικογένειά του είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι ήταν ζωντανός».
Ιορδάνης Σερμαΐδης bibliography.gr/authors/iordanhs-sermaidhs |
Ο Χρήστος Σερμαΐδης ή Σουρμαΐδης είχε μυηθεί από μικρή ηλικία στη μουσική από τον πατέρα του Παναγή Τσίφτο, όπως τον γνώριζαν όλοι στον Πόντο. Επέλεξε να μάθει βιολί και γνώριζε να παίζει και να γράφει μουσική και τη βυζαντινή και τη δυτική. Έπαιζε με το βιολί του παραδοσιακά, δημοτικά, Μικρασιάτικα, μέχρι ελαφρά, ευρωπαικά και κάποια κλασσικά κομμάτια. Έπαιζε βιολί σε γάμους και πανηγύρια.
Όπως γράφει ο Ιορδάνης Σερμαΐδης, ο πατέρας του έμοιαζε πολύ στον παππού του Παναγή, σε εμφάνιση και χαρακτήρα, που κληρονόμησε το παρατσούκλι «Τσίφτος». Αλλά και ο Ιορδάνης έμεινε γνωστός ως ο γιος του Τσίφτου.
Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι η οικογένεια Σουρμαΐδη ήταν από το Κους Καγιά της Κερασούντας. Λίγοι με αυτό το επώνυμο εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Ένας από αυτούς ο Γεώργιος Σουρμαΐδης εγκαταστάθηκε στα Πάταρα της Αλεξανδρούπολης. Ήταν ο σύζυγος της αδελφής της γιαγιάς μου Σοφίας. Οι πληροφορίες λένε ότι έπαιζε πολύ καλή λύρα.
Ο Γεώργιος με τη Σοφία είχαν ένα αγοράκι τον Ανέστη, που γεννήθηκε στα Πάταρα το 1925.
Δυστυχώς ο Γεώργιος θα σκοτωθεί νωρίς στα Πάταρα από κεραυνό. Στις λίστες με τις απογραφές των προσφύγων (Μάιος του 1928) βρίσκουμε τη Σοφία ν΄ αναγράφεται ως χήρα του Γεωργίου Σουρμαΐδη από το Κους Καγιά Κερασούντας. Το όνομα του το βρίσκουμε και ανάμεσα στους συνδρομητές βιβλίου του Γ. Κανδηλάπτη - Κάνι που εκδόθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1925.
Το δίχως άλλο ο Γεώργιος ήταν συγγενής του Παναγή Σουρμαΐδη του Τσίφτου.
Ο Γιώργος Σουρμαΐδης 2ος από αριστερά Από το Κους Καγιά της Κερασούντας πρόσφυγας στα Πάταρα Αλεξανδρούπολης |
* Τα βασικά παραδοσιακά όργανα που διατηρούν έως σήμερα οι Πόντιοι συμπίπτουν απόλυτα με τα βασικά αρχαιοελληνικά μουσικά όργανα, με τη διαφορά ότι αυτά έχουν εξελιχθεί σε πιο ηχηρά και τεχνικά πιο βελτιωμένα.
Έτσι η αρχαιοελληνική λύρα αντικαταστάθηκε από τον 9ο μ.Χ. αιώνα από τη λύρα με δοξάρι. Στα πνευστά παραμένουν ο αυλός με ονομασία γαβάλ ή χειλιαύρην (το μουσικό όργανο του τσοπάνη, η γνωστή μας φλογέρα) και ο δίαυλος σε μορφή ζουρνά και αγγείου ή τουλούμ-ζουρνά (προστέθηκε ο ασκός από δέρμα) και στα κρουστά έχουμε το νταούλι.
Από το 19ο αιώνα στα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν στη δημοτική και αστική μουσική συμπεριλαμβάνονται:
- Στο Δυτικό Πόντο το ευρωπαϊκό βιολί και το ούτι.
- Στον Καύκασο το κλαρίνο και το ακορντεόν.
- Στη Μικρά Ασία γενικότερα το μπουζούκι.
- Στην εκκλησιαστική μουσική δεν υπήρχαν όργανα, ενώ στη λόγια μουσική συναντάμε όλα τα όργανα που είναι χαρακτηριστικά για την ευρωπαϊκή κλασική μουσική όπως: πιάνο, κλασική κιθάρα αλλά και ιταλικό μαντολίνο κ.ά.
Η μουσική στον Πόντο είχε πολύ μεγάλη άνθηση το 19ο αιώνα έως και τότε που σταμάτησε για πάντα η ζωή του ποντιακού ελληνισμού. Η μουσική διδάσκονταν στα σχολεία, ιδρύονται μουσικο-φιλολογικοί σύλλογοι, δίδονται συναυλίες, οργανώνονται μουσικοθεατρικές παραστάσεις, μουσικοί καταγράφουν την μουσική και τα τραγούδια, π.χ. Γ. Παχτικός, Δ. Κουτσογιαννόπουλος κ.λ.π. είτε αυτά είναι γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο είτε στην Ελληνική γλώσσα.
Υ.Γ. Η παρούσα καταγραφή είναι ενδεικτική. Το δίχως άλλο υπάρχουν και πολλοί άλλοι μουσικοί που στον Πόντο ασχολήθηκαν με διάφορα μουσικά όργανα, πέραν των παραδοσιακών ποντιακών οργάνων.
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω