Άφησα τους τηλεοπτικούς δέκτες να όζουν τα χρυσαυγίτικα, κυνηγημένη από τον κουρνιαχτό των ημερών, και «καβάλησα» την εθνική οδό. Διέσχισα εννιακόσια χιλιόμετρα από Αμαλιάδα έως Αλεξανδρούπολη, πέρασα τον Μπράλο
της Ελένης Σκάβδη
Άφησα τους τηλεοπτικούς δέκτες να όζουν τα χρυσαυγίτικα, κυνηγημένη από τον κουρνιαχτό των ημερών, και «καβάλησα» την εθνική οδό. Διέσχισα εννιακόσια χιλιόμετρα από Αμαλιάδα έως Αλεξανδρούπολη, πέρασα τον Μπράλο και κατευθύνθηκα βορειοανατολικά.
Ένα ατέλειωτο οδικό δίκτυο αμετάβλητο και σταθερό, χωρίς την ακτινοβολία που θα άφηνε... το βλέμμα να μετακινηθεί στην παράλληλη γεωγραφία που περιδιάβηκε. Έτσι συμβαίνει με τα «διευρωπαϊκά» δίκτυα. Εντός τους δεν έχεις ευκαιρίες να απολαύσεις το παλίμψηστο του ταξιδιού που εγείρει αισθήσεις, γητεύει την άρρωστη διάθεση, τις διαταραχές της…
Ένα σύντομο ταξίδι στη δική μου Αλεξανδρούπολη, στην πατρίδα… Η πόλη με καλοδέχθηκε τρυφερά, με έπιασε από το χέρι -όπως τότε- και με περπάτησε. Έτσι κάνει κάθε φορά που επιστρέφω. Ρούφηξα την άσπιλη ατμόσφαιρα, την παραδομένη στη φθορά του φθινοπώρου, ακροβατώντας σχεδόν, εισήλθα στα άδυτα του σιωπηλού και κλειστού πατρικού, γεμάτη απορίες και μελαγχολία για ό,τι ζήσαμε και δεν απογράφεται πια στο παρόν, λες κι ένα τοξικό σφουγγάρι διέγραψε από την αφή, την ακοή και το βλέμμα τον παράδεισο προσδοκιών που μας παρέδωσαν στον καιρό πριν από μερικές δεκαετίες.
Αλγεινή η υπερμνησία που συνοδεύει πάντα την επιστροφή στον τόπο μου… Αλγεινή, καθώς θρηνωδώ την απώλεια αθώων και μεταφυσικών βεβαιοτήτων, που τις σπουδάσαμε, σέρνοντας τις ημέρες μας σε λασπωμένους δρόμους, σε ασβεστωμένες αυλές, στις μεσοτοιχίες, δίπλα σε πασχαλιές και κρίνα που αρωμάτιζαν τις μέρες μας. Στα ερμάρια των σπιτιών δεν κατοικούν πια τα standards details, οι υποσημειώσεις τετριμμένων, ζωοδοτριών επαναλήψεων, παρά μονάχα η απουσία τους και η απώλεια μνήμης που υπογράφουν. Υπό το κράτος μιας πρωτόγονης αγωνίας να θυμηθώ, να απολογηθώ, να λογαριάσω, ανοιγόκλεισα πορτάκια, τζαμάκια, έσυρα συρτάρια, άνοιξα βαλίτσες, κουτιά, ντουλαπάκια…
Στο μουσειακό μικρόκοσμο της μνήμης που σέρνω, εξέχουσα θέση κατέχουν οι λεπτομέρειες. Μυρίζω το «άριστο», καθώς ανοίγω τον μπουφέ. Εκεί ανακαλύπτω σαν εκπαιδευμένο λαγωνικό την αποφορά από λικέρ μέντα που κερνούσαμε και την πικρόγλυκη από σοκολατάκια μαργαρίτα. Το ξύλο ρούφηξε ολόκληρη τη ζωή μας, λες και τη σερβίρει σε κάθε ευκαιρία. Στο προσκλητήριο που καλώ από τη γειτονιά, οι απουσίες και τα κλειστά σπίτια είναι πολλά. Όσα δεν έγιναν πολυκατοικίες, μένουν ρικνά, ανήλιαγα και ρευστά από την υγρασία που ρούφηξαν τα πορτοπαράθυρά τους με τα χρόνια. Μόνο η ανατολή έμεινε ίδια εκεί, να απλώνει το δειλό της φως σε άγνωστα πια τοπία και εικόνες, αποκαλύπτοντας την έγκλειστη μνήμη. Γι’ αυτό στο σπίτι της Αλεξανδρούπολης, κάθε φορά που επιστρέφω, ποτέ δεν κλείνω τα σκούρα… Το λυκαυγές με ξυπνά αχάραγο, για να συνομιλήσω με σκιές και δεκοχτούρες, να μοιραστώ πάλι μυστικά.
Υπό το κράτος της ευτέλειας, υπό την μπότα «κερδοσκόπων», υπό την αδηφάγο όρεξη όσων εξανέμισαν και τον τελευταίο κανόνα λογικής στον ανόητο κόσμο μας, διέσχισα την ΠΑΘΕ αγκαλιά με μιαν απελπισία. Αυτή της απώλειας της «μικρής πατρίδας» -ποια πόλη, ποια χώρα;- που με κάνει προσφυγάκι εντός, δίχως πάσο, υποψήφιο θύμα εκείνων των τεράτων που τραγουδούν «Ψόφα!». Στιχάκια χαζά και ευτελή που πωλούνται χύμα σε πρόστυχο αμπαλάζ, σερβίροντας φαρμάκι που πικρίζει όλο και περισσότερο.
Παρ’ όλα αυτά, η πόλη και ο τόπος με ευθείες ματιές ή με… αυθάδη απρέπεια συνεχίζουν να υπάρχουν ως ιδεολόγημα με τη δική τους κληρονομημένη τακτική, λουσμένα στην αύρα του Αιγαίου. Μου ψιθυρίζει «είμαι ακόμα εδώ…» ανατολικά κάθε φαντασίωσης, ακόμα κι όταν υπερβαίνω τα εσκαμμένα! «Η πόλη, που μας χρησιμοποίησε σαν την πανίδα της, έβρεξε μέσα μας συγκρούσεις που ήταν δικές της και που τις πήραμε για δικές μας…», έγραφε για την Αλεξάνδρεια ο Λ. Ντάρελ… Γι’ αυτό κι εγώ τη δική μου Αλεξάνδρεια-Αλεξανδρούπολη (τη χώρα), δεν θα την αποχαιρετήσω ποτέ, γιατί δεν θέλω να τη χάσω, δεν θέλω να ξεχάσω τις συγκρούσεις της που έγιναν δικές μου. Το φορτίο, την προίκα που κουβαλώ και που χάρη σ’ αυτή ξέρω πώς πρέπει να πορευτώ. Με την απώλεια που ξορκίζει το πάθος για πατρίδα, σφυρήλατο πάθος με ισχυρό υλικό, από το οποίο είμαστε πλασμένοι. Πάθος που μηδενίζει κάθε γεωγραφική ή χρονική απόσταση, πάθος μιας αγάπης άδολης…
Άφησα τους τηλεοπτικούς δέκτες να όζουν τα χρυσαυγίτικα, κυνηγημένη από τον κουρνιαχτό των ημερών, και «καβάλησα» την εθνική οδό. Διέσχισα εννιακόσια χιλιόμετρα από Αμαλιάδα έως Αλεξανδρούπολη, πέρασα τον Μπράλο και κατευθύνθηκα βορειοανατολικά.
Ένα ατέλειωτο οδικό δίκτυο αμετάβλητο και σταθερό, χωρίς την ακτινοβολία που θα άφηνε... το βλέμμα να μετακινηθεί στην παράλληλη γεωγραφία που περιδιάβηκε. Έτσι συμβαίνει με τα «διευρωπαϊκά» δίκτυα. Εντός τους δεν έχεις ευκαιρίες να απολαύσεις το παλίμψηστο του ταξιδιού που εγείρει αισθήσεις, γητεύει την άρρωστη διάθεση, τις διαταραχές της…
Ένα σύντομο ταξίδι στη δική μου Αλεξανδρούπολη, στην πατρίδα… Η πόλη με καλοδέχθηκε τρυφερά, με έπιασε από το χέρι -όπως τότε- και με περπάτησε. Έτσι κάνει κάθε φορά που επιστρέφω. Ρούφηξα την άσπιλη ατμόσφαιρα, την παραδομένη στη φθορά του φθινοπώρου, ακροβατώντας σχεδόν, εισήλθα στα άδυτα του σιωπηλού και κλειστού πατρικού, γεμάτη απορίες και μελαγχολία για ό,τι ζήσαμε και δεν απογράφεται πια στο παρόν, λες κι ένα τοξικό σφουγγάρι διέγραψε από την αφή, την ακοή και το βλέμμα τον παράδεισο προσδοκιών που μας παρέδωσαν στον καιρό πριν από μερικές δεκαετίες.
Αλγεινή η υπερμνησία που συνοδεύει πάντα την επιστροφή στον τόπο μου… Αλγεινή, καθώς θρηνωδώ την απώλεια αθώων και μεταφυσικών βεβαιοτήτων, που τις σπουδάσαμε, σέρνοντας τις ημέρες μας σε λασπωμένους δρόμους, σε ασβεστωμένες αυλές, στις μεσοτοιχίες, δίπλα σε πασχαλιές και κρίνα που αρωμάτιζαν τις μέρες μας. Στα ερμάρια των σπιτιών δεν κατοικούν πια τα standards details, οι υποσημειώσεις τετριμμένων, ζωοδοτριών επαναλήψεων, παρά μονάχα η απουσία τους και η απώλεια μνήμης που υπογράφουν. Υπό το κράτος μιας πρωτόγονης αγωνίας να θυμηθώ, να απολογηθώ, να λογαριάσω, ανοιγόκλεισα πορτάκια, τζαμάκια, έσυρα συρτάρια, άνοιξα βαλίτσες, κουτιά, ντουλαπάκια…
Στο μουσειακό μικρόκοσμο της μνήμης που σέρνω, εξέχουσα θέση κατέχουν οι λεπτομέρειες. Μυρίζω το «άριστο», καθώς ανοίγω τον μπουφέ. Εκεί ανακαλύπτω σαν εκπαιδευμένο λαγωνικό την αποφορά από λικέρ μέντα που κερνούσαμε και την πικρόγλυκη από σοκολατάκια μαργαρίτα. Το ξύλο ρούφηξε ολόκληρη τη ζωή μας, λες και τη σερβίρει σε κάθε ευκαιρία. Στο προσκλητήριο που καλώ από τη γειτονιά, οι απουσίες και τα κλειστά σπίτια είναι πολλά. Όσα δεν έγιναν πολυκατοικίες, μένουν ρικνά, ανήλιαγα και ρευστά από την υγρασία που ρούφηξαν τα πορτοπαράθυρά τους με τα χρόνια. Μόνο η ανατολή έμεινε ίδια εκεί, να απλώνει το δειλό της φως σε άγνωστα πια τοπία και εικόνες, αποκαλύπτοντας την έγκλειστη μνήμη. Γι’ αυτό στο σπίτι της Αλεξανδρούπολης, κάθε φορά που επιστρέφω, ποτέ δεν κλείνω τα σκούρα… Το λυκαυγές με ξυπνά αχάραγο, για να συνομιλήσω με σκιές και δεκοχτούρες, να μοιραστώ πάλι μυστικά.
Υπό το κράτος της ευτέλειας, υπό την μπότα «κερδοσκόπων», υπό την αδηφάγο όρεξη όσων εξανέμισαν και τον τελευταίο κανόνα λογικής στον ανόητο κόσμο μας, διέσχισα την ΠΑΘΕ αγκαλιά με μιαν απελπισία. Αυτή της απώλειας της «μικρής πατρίδας» -ποια πόλη, ποια χώρα;- που με κάνει προσφυγάκι εντός, δίχως πάσο, υποψήφιο θύμα εκείνων των τεράτων που τραγουδούν «Ψόφα!». Στιχάκια χαζά και ευτελή που πωλούνται χύμα σε πρόστυχο αμπαλάζ, σερβίροντας φαρμάκι που πικρίζει όλο και περισσότερο.
Παρ’ όλα αυτά, η πόλη και ο τόπος με ευθείες ματιές ή με… αυθάδη απρέπεια συνεχίζουν να υπάρχουν ως ιδεολόγημα με τη δική τους κληρονομημένη τακτική, λουσμένα στην αύρα του Αιγαίου. Μου ψιθυρίζει «είμαι ακόμα εδώ…» ανατολικά κάθε φαντασίωσης, ακόμα κι όταν υπερβαίνω τα εσκαμμένα! «Η πόλη, που μας χρησιμοποίησε σαν την πανίδα της, έβρεξε μέσα μας συγκρούσεις που ήταν δικές της και που τις πήραμε για δικές μας…», έγραφε για την Αλεξάνδρεια ο Λ. Ντάρελ… Γι’ αυτό κι εγώ τη δική μου Αλεξάνδρεια-Αλεξανδρούπολη (τη χώρα), δεν θα την αποχαιρετήσω ποτέ, γιατί δεν θέλω να τη χάσω, δεν θέλω να ξεχάσω τις συγκρούσεις της που έγιναν δικές μου. Το φορτίο, την προίκα που κουβαλώ και που χάρη σ’ αυτή ξέρω πώς πρέπει να πορευτώ. Με την απώλεια που ξορκίζει το πάθος για πατρίδα, σφυρήλατο πάθος με ισχυρό υλικό, από το οποίο είμαστε πλασμένοι. Πάθος που μηδενίζει κάθε γεωγραφική ή χρονική απόσταση, πάθος μιας αγάπης άδολης…
Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω