Η Χρυσούλα Ιωαννίδου από το Ορμένιο Έβρου εξέδωσε το βιβλίο "Όσα έμαθα από τις γιαγιάδες" με λαογραφικό περιεχόμενο, αναμνήσεις, ιστορίες της περιοχής
Το βιβλίο της Χρυσούλας Ιωαννίδου με τίτλο «Όσα έμαθα από τις γιαγιάδες», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παρέμβαση, αποτελεί μια περιπλάνηση στις αναμνήσεις των παλαιότερων. Μέσα από τις αφηγήσεις και τις μνήμες των ανθρώπων του χωριού της, αλλά και μέσα από όσα στοιχεία του παρελθόντος θυμάται η ίδια, η Ιωαννίδου καταγράφει έθιμα, γιορτές, κοινωνικά χαρακτηριστικά, ήθη, συνήθειες, ακόμη και συνταγές του τόπου καταγωγής της, του Ορμενίου Έβρου.
Με αυτή τη λαογραφική σύνθεση αφενός διασώζονται στοιχεία του παρελθόντος τα οποία από προφορικές μαρτυρίες πλέον αποκτούν γραπτή μορφή, ώστε να αντέξουν στον χρόνο. Αφετέρου προβάλλεται καθημερινότητα και η διαβίωση στην ύπαιθρο των παλαιότερων χρόνων, με όλες τις δυσκολίες και τις κακουχίες της από τη μία, αλλά και με όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την συμβιωτική ένωση με τη φύση και τους συντοπίτες, μετανάστες και γηγενείς. Αναδεικνύονται μέσα από τις ιστορίες ο κοινοτικός και οικολογικός τρόπος ζωής, η αξία και προσφορά της γειτονιάς, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και η γνώση και η αξιοποίηση των μυστικών της.
Η παρακάτω συνέντευξη αποτελεί μια περαιτέρω εντρύφηση με τη συγγραφέα πάνω στα ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο της. Ερωτήσεις Άννα Μαμάτσιου.
– Αγαπητή κυρία Ιωαννίδου, στο βιβλίο περιγράφεται μια ζωή ολότελα διαφορετική από τον σύγχρονο τρόπο διαβίωσης. Έχετε βιώματα εκείνης της ζωής και μέχρι ποια ηλικία;
Γεννήθηκα στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα περισσότερα είναι βιώματα. Δεν έφυγα ποτέ από το χωριό. Μέχρι το 1980 ζούσα στο πατρικό μας σπίτι με την γιαγιά Χρυσή και τον παππού Τριαντάφυλλο. Στο σπίτι είχαμε αγελάδες, πρόβατα, κότες, γουρούνι, μελίσσια, γαϊδουράκι, σκυλιά και γάτες. Σχεδόν όλα τα ζώα είχαν ονόματα. Αράπη λέγαμε το σκυλί μας, Ασπρούλα την γατούλα μας, η καφετούλα, η καραμπάσιου, η μαύρη, ήταν κάποια από τα ονόματα που είχαν οι προβατίνες. Η Μάρω ήταν το γαϊδουράκι μας. Αργότερα όταν αγόρασαν τρακτέρ, ο παππούς συνέχιζε να λέει: «ώχα Μάρω» και πατούσε φρένο για να σταματήσει. Το τυρί στην τζαντίλα να στραγγίζει από το τυρόγαλο. Ο κουβάς που γέμιζε με το κίτρινο χρώμα που είχε το τυρόγαλο. Μόλις γέμιζε άδειαζαν το περιεχόμενο στον κουβά που υπήρχαν και άλλα αποφάγια για το γουρούνι. Τα αποφάγια που δεν τα έτρωγε το γουρούνι τα έβαζαν σε άλλον κουβά για τα σκυλιά. Η αποθήκευση του χόρτου για τα ζώα ήταν επίπονη. Αφού θέριζαν το χόρτο μετά από κάποιες μέρες έπρεπε να το γυρίσουμε. Έτσι το στεγνό πήγαινε κάτω και το βρεγμένο έβγαινε πάνω. Μερικές μέρες ακόμα στέγνωνε καλά και πριν έρθουν στο χωριό οι μηχανές που έδεναν το χόρτο μπάλες, το χορτάρι το βάζαμε στην πλατφόρμα χύμα. Κάποιοι φόρτωναν και ένας πάνω στην πλατφόρμα το πατούσε για να πάρει παραπάνω χορτάρι η πλατφόρμα. Όταν το πηγαίναμε σπίτι, έπρεπε να το ξεφορτώσουμε και να το τακτοποιήσουμε στον αχυρώνα.
Όταν άρχισαν να γίνονται όλα με μηχανήματα έμενε σε μας να φορτώσουμε και να ξεφορτώσουμε τις μπάλες του χόρτου. Για να έχουμε τροφή για τα ζώα έπρεπε να έχουμε πίτουρα, καλαμπόκια, στάρι. Τα πρώτα τα χρόνια ο παππούς πήγαινε στο μύλο και έφερνε στο σπίτι το αλεύρι της χρονιάς για το ψωμί που ζύμωνε η νοικοκυρά και τα πίτουρα. Αργότερα ήρθε ο σφυρόμυλος. Ερχόταν αυτός που είχε το μηχάνημα και τρέχαμε να προλάβουμε να το γεμίσουμε καλαμπόκι και στάρι για να γίνει το μείγμα της ταγής των ζώων. Το σφάξιμο του γουρουνιού και του αρνιού ήταν κομμάτι της ζωής μου. Τα πρώτα χρόνια μόνο κοίταζα και βοηθούσα να πάμε το κρέας στην κουζίνα. Ο παππούς μεγάλωσε και τον τεμαχισμό τον ανέλαβα εγώ. Όπως επίσης άρχισα εγώ να κάνω τον καβουρμά και την λίγδα. Ακόμα και τώρα έχουμε στην αυλή μας κότες, σκυλιά και γατιά.
– Θα μπορούσαμε να ορίσουμε το βιβλίο σας ως συλλογή λαογραφικών πληροφοριών. Ποια ήταν η αφορμή της σύνταξής του;
Τα έθιμα τα έμαθα ως επί το πλείστον από την γιαγιά Χρυσή που ζούσα μαζί της όπως επίσης και από άλλες γυναίκες του χωριού. Η γιαγιά τιμούσε ευλαβικά τους αγίους. Έκανε τα έθιμα μέχρι το τέλος της ζωής της. Σε ηλικία 32 χρονών έχασα την γιαγιά Βασιλική και αμέσως μετά έφυγε από την ζωή ο Δημοσθένης. Ειδικά στην κηδεία του Δημοσθένη και στα μνημόσυνα του έμαθα περισσότερα για τα ταφικά έθιμα. Τότε έμαθα να φτιάχνω κόλλυβα. Βλέποντας την θεία Ντόμπρω στην αρχή και με τις συμβουλές της αργότερα στόλισα κόλλυβα για πολλούς κεκοιμημένους. Ξημέρωσα αγαπημένους μου συγγενείς και φίλους. Έβρασα το φαι της παρηγοριάς που είναι τα φασόλια, έβρασα κουρμπάν για τα σαράντα, πήγα θυμιάτισα στα μνήματα για να ξεκινήσουν οι άνδρες να ανοίγουν το μνήμα. Όλα αυτά άρχισαν να χάνονται σιγά σιγά. Η Κυριακή Φωτιάδου Δήμου έγραφε τα δικά της βιβλία, έκανε καταγραφές και κάποιες φορές προσπαθούσα να την βοηθήσω να ξεδιαλύνει άρχισα να μαθαίνω κάποια πράγματα που ούτε εγώ τα ήξερα. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω αυτό το βιβλίο για να μείνουν για τους νεότερους τα ήθη και τα έθιμα του χωριού μας. Συνταγές που τις μαγείρευαν οι μάνες τους για να μπορούν να τις μαγειρέψουν και αυτοί.
– Ποια ήταν η διαδικασία της συλλογής των πληροφοριών που καταγράψατε στο βιβλίο;
Εκτός από τα βιώματα, τα άλλα τα έμαθα από τις μεγαλύτερες από μένα, είτε τηλεφωνικά είτε πηγαίνοντας στο σπίτι τους είτε από αυτά που έγραφαν σαν σχόλια στο facebook, όταν έκανα μία ανάρτηση για την γιορτή και τι ήξερα εγώ.
– Όπως γράφετε και εντός του βιβλίου, υπάρχουν στοιχεία του παρελθόντος που φαντάζουν ειδυλλιακά, αλλά και στοιχεία που καλώς ξεπεράστηκαν. Ποιο ήταν για εσάς το βασικότερο χαρακτηριστικό εκείνης της κοινωνίας που καλώς εξαλείφτηκε;
Σημαντικό ήταν ότι ήρθαν στο χωριό μηχανήματα και σταμάτησε η χειρωνακτική εργασία είτε στο χωράφι είτε στο σπίτι. Εννοώ με αυτό ότι η σπορά, ο θέρος, το χορτάρι για τα ζώα, σταμάτησαν να γίνονται χειρωνακτικά. Μόνο σκάψιμο γίνεται σε κάποια χωράφια. Όπως επίσης σταμάτησε το κοπιαστικό ζύμωμα του ψωμιού κάθε εβδομάδα. Για τα ρούχα δεν χρειάζεται να πλύνεις το μαλλί, να το γνέσεις, να το υφαίνεις ή να το πλέξεις. Το πλυντήριο ρούχων ξεκούρασε τα χέρια των γυναικών. Οι άνθρωποι του χωριού μεγαλώνουμε καθημερινά. Δεν έχουμε να κάνουμε τις δουλειές που έκαναν οι μεγαλύτερες και πάλι δεν προλαβαίνουμε… Δεν γίνονται μαχαλάδες, δύσκολα ο ένας βοηθάει τον άλλον. Έφυγε η φτώχεια και ήρθαν τα πλούτη και η πλεονεξία. Χάθηκαν οι αξίες, ο σεβασμός στο περιβάλλον, στον άνθρωπο, στα ζώα.
– Ποια είναι τα στοιχεία της παλιάς ζωής που αναπολείτε περισσότερο και εύχεστε να υπήρχαν και στο σήμερα;
Καταρχάς αναπολώ τα χρόνια εκείνα που το χωριό είχε κόσμο. Που είχε πολλά παιδιά και έπαιζαν σε όλες τις γειτονιές… Αναπολώ το πώς αποχαιρετούσε έναν κεκοιμημένο. Ο σεβασμός που υπήρχε στην κάθε στιγμή που ο άνθρωπος μας έφευγε για την γειτονιά των Αγγέλων. Τον έπλεναν με νερό και βασιλικό, τον έντυναν, τον τακτοποιούσαν στο νεκρικό κρεβάτι, ειδοποιούσαν τους συγγενείς και τους φίλους και αν ήταν μέρα χτυπούσε η καμπάνα. Τώρα πρώτα το μαθαίνει το γραφείο κηδειών και έπειτα οι συγγενείς και οι φίλοι. Δεν μου αρέσει καθόλου. Όπως αναπολώ την μεγάλη Πέμπτη που ξημέρωναν οι γυναίκες τον Εσταυρωμένο όπως κάθε κεκοιμημένο τους. Το τρίτο που μου λείπει είναι το καρναβάλι. Το έθιμο αυτό που ξεσήκωνε το χωριό από άκρη σε άκρη. Συμμετείχαν μικροί και μεγάλοι. Θόρυβος από τα κουδούνια που είχαν κρεμασμένα οι μποσταντζήδες, μυρωδιές από τις ψημένες τυρόπιτες σε κάθε γειτονιά, γνώριμες φιγούρες κρατώντας έναν τενεκέ στάρι ή καλαμπόκι για να δώσουν μετρικό στον βασιλιά και τους ακόλουθους του. Οι φωνές των παιδιών που δεν ακούγονται στις γειτονιές. Το σφύριγμα του τρένου που δεν φτάνει ως το χωριό. Τα μεγάλα ζώα που έβγαιναν από κάθε στενό… Το τυρί, το φρέσκο γάλα, το φρέσκο βούτυρο, το ζυμωτό ψωμί που έβγαινε ζεστό από τον ξυλόφουρνο. Όλα έγιναν αναμνήσεις!
Η Χρυσούλα Ιωαννίδου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο Ορμένιο του Δήμου Ορεστιάδας Έβρου. Διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας Ορμενίου την περίοδο 1995-1998. Ασχολείται με την καταγραφή των ηθών, εθίμων του χωριού, την ιστορία του Ορμενίου την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και με τις ιστορίες των ανθρώπων του χωριού.
[post_ads]
Με αυτή τη λαογραφική σύνθεση αφενός διασώζονται στοιχεία του παρελθόντος τα οποία από προφορικές μαρτυρίες πλέον αποκτούν γραπτή μορφή, ώστε να αντέξουν στον χρόνο. Αφετέρου προβάλλεται καθημερινότητα και η διαβίωση στην ύπαιθρο των παλαιότερων χρόνων, με όλες τις δυσκολίες και τις κακουχίες της από τη μία, αλλά και με όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την συμβιωτική ένωση με τη φύση και τους συντοπίτες, μετανάστες και γηγενείς. Αναδεικνύονται μέσα από τις ιστορίες ο κοινοτικός και οικολογικός τρόπος ζωής, η αξία και προσφορά της γειτονιάς, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και η γνώση και η αξιοποίηση των μυστικών της.
Η παρακάτω συνέντευξη αποτελεί μια περαιτέρω εντρύφηση με τη συγγραφέα πάνω στα ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο της. Ερωτήσεις Άννα Μαμάτσιου.
– Αγαπητή κυρία Ιωαννίδου, στο βιβλίο περιγράφεται μια ζωή ολότελα διαφορετική από τον σύγχρονο τρόπο διαβίωσης. Έχετε βιώματα εκείνης της ζωής και μέχρι ποια ηλικία;
Γεννήθηκα στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα περισσότερα είναι βιώματα. Δεν έφυγα ποτέ από το χωριό. Μέχρι το 1980 ζούσα στο πατρικό μας σπίτι με την γιαγιά Χρυσή και τον παππού Τριαντάφυλλο. Στο σπίτι είχαμε αγελάδες, πρόβατα, κότες, γουρούνι, μελίσσια, γαϊδουράκι, σκυλιά και γάτες. Σχεδόν όλα τα ζώα είχαν ονόματα. Αράπη λέγαμε το σκυλί μας, Ασπρούλα την γατούλα μας, η καφετούλα, η καραμπάσιου, η μαύρη, ήταν κάποια από τα ονόματα που είχαν οι προβατίνες. Η Μάρω ήταν το γαϊδουράκι μας. Αργότερα όταν αγόρασαν τρακτέρ, ο παππούς συνέχιζε να λέει: «ώχα Μάρω» και πατούσε φρένο για να σταματήσει. Το τυρί στην τζαντίλα να στραγγίζει από το τυρόγαλο. Ο κουβάς που γέμιζε με το κίτρινο χρώμα που είχε το τυρόγαλο. Μόλις γέμιζε άδειαζαν το περιεχόμενο στον κουβά που υπήρχαν και άλλα αποφάγια για το γουρούνι. Τα αποφάγια που δεν τα έτρωγε το γουρούνι τα έβαζαν σε άλλον κουβά για τα σκυλιά. Η αποθήκευση του χόρτου για τα ζώα ήταν επίπονη. Αφού θέριζαν το χόρτο μετά από κάποιες μέρες έπρεπε να το γυρίσουμε. Έτσι το στεγνό πήγαινε κάτω και το βρεγμένο έβγαινε πάνω. Μερικές μέρες ακόμα στέγνωνε καλά και πριν έρθουν στο χωριό οι μηχανές που έδεναν το χόρτο μπάλες, το χορτάρι το βάζαμε στην πλατφόρμα χύμα. Κάποιοι φόρτωναν και ένας πάνω στην πλατφόρμα το πατούσε για να πάρει παραπάνω χορτάρι η πλατφόρμα. Όταν το πηγαίναμε σπίτι, έπρεπε να το ξεφορτώσουμε και να το τακτοποιήσουμε στον αχυρώνα.
Όταν άρχισαν να γίνονται όλα με μηχανήματα έμενε σε μας να φορτώσουμε και να ξεφορτώσουμε τις μπάλες του χόρτου. Για να έχουμε τροφή για τα ζώα έπρεπε να έχουμε πίτουρα, καλαμπόκια, στάρι. Τα πρώτα τα χρόνια ο παππούς πήγαινε στο μύλο και έφερνε στο σπίτι το αλεύρι της χρονιάς για το ψωμί που ζύμωνε η νοικοκυρά και τα πίτουρα. Αργότερα ήρθε ο σφυρόμυλος. Ερχόταν αυτός που είχε το μηχάνημα και τρέχαμε να προλάβουμε να το γεμίσουμε καλαμπόκι και στάρι για να γίνει το μείγμα της ταγής των ζώων. Το σφάξιμο του γουρουνιού και του αρνιού ήταν κομμάτι της ζωής μου. Τα πρώτα χρόνια μόνο κοίταζα και βοηθούσα να πάμε το κρέας στην κουζίνα. Ο παππούς μεγάλωσε και τον τεμαχισμό τον ανέλαβα εγώ. Όπως επίσης άρχισα εγώ να κάνω τον καβουρμά και την λίγδα. Ακόμα και τώρα έχουμε στην αυλή μας κότες, σκυλιά και γατιά.
– Θα μπορούσαμε να ορίσουμε το βιβλίο σας ως συλλογή λαογραφικών πληροφοριών. Ποια ήταν η αφορμή της σύνταξής του;
Τα έθιμα τα έμαθα ως επί το πλείστον από την γιαγιά Χρυσή που ζούσα μαζί της όπως επίσης και από άλλες γυναίκες του χωριού. Η γιαγιά τιμούσε ευλαβικά τους αγίους. Έκανε τα έθιμα μέχρι το τέλος της ζωής της. Σε ηλικία 32 χρονών έχασα την γιαγιά Βασιλική και αμέσως μετά έφυγε από την ζωή ο Δημοσθένης. Ειδικά στην κηδεία του Δημοσθένη και στα μνημόσυνα του έμαθα περισσότερα για τα ταφικά έθιμα. Τότε έμαθα να φτιάχνω κόλλυβα. Βλέποντας την θεία Ντόμπρω στην αρχή και με τις συμβουλές της αργότερα στόλισα κόλλυβα για πολλούς κεκοιμημένους. Ξημέρωσα αγαπημένους μου συγγενείς και φίλους. Έβρασα το φαι της παρηγοριάς που είναι τα φασόλια, έβρασα κουρμπάν για τα σαράντα, πήγα θυμιάτισα στα μνήματα για να ξεκινήσουν οι άνδρες να ανοίγουν το μνήμα. Όλα αυτά άρχισαν να χάνονται σιγά σιγά. Η Κυριακή Φωτιάδου Δήμου έγραφε τα δικά της βιβλία, έκανε καταγραφές και κάποιες φορές προσπαθούσα να την βοηθήσω να ξεδιαλύνει άρχισα να μαθαίνω κάποια πράγματα που ούτε εγώ τα ήξερα. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω αυτό το βιβλίο για να μείνουν για τους νεότερους τα ήθη και τα έθιμα του χωριού μας. Συνταγές που τις μαγείρευαν οι μάνες τους για να μπορούν να τις μαγειρέψουν και αυτοί.
– Ποια ήταν η διαδικασία της συλλογής των πληροφοριών που καταγράψατε στο βιβλίο;
Εκτός από τα βιώματα, τα άλλα τα έμαθα από τις μεγαλύτερες από μένα, είτε τηλεφωνικά είτε πηγαίνοντας στο σπίτι τους είτε από αυτά που έγραφαν σαν σχόλια στο facebook, όταν έκανα μία ανάρτηση για την γιορτή και τι ήξερα εγώ.
– Όπως γράφετε και εντός του βιβλίου, υπάρχουν στοιχεία του παρελθόντος που φαντάζουν ειδυλλιακά, αλλά και στοιχεία που καλώς ξεπεράστηκαν. Ποιο ήταν για εσάς το βασικότερο χαρακτηριστικό εκείνης της κοινωνίας που καλώς εξαλείφτηκε;
Σημαντικό ήταν ότι ήρθαν στο χωριό μηχανήματα και σταμάτησε η χειρωνακτική εργασία είτε στο χωράφι είτε στο σπίτι. Εννοώ με αυτό ότι η σπορά, ο θέρος, το χορτάρι για τα ζώα, σταμάτησαν να γίνονται χειρωνακτικά. Μόνο σκάψιμο γίνεται σε κάποια χωράφια. Όπως επίσης σταμάτησε το κοπιαστικό ζύμωμα του ψωμιού κάθε εβδομάδα. Για τα ρούχα δεν χρειάζεται να πλύνεις το μαλλί, να το γνέσεις, να το υφαίνεις ή να το πλέξεις. Το πλυντήριο ρούχων ξεκούρασε τα χέρια των γυναικών. Οι άνθρωποι του χωριού μεγαλώνουμε καθημερινά. Δεν έχουμε να κάνουμε τις δουλειές που έκαναν οι μεγαλύτερες και πάλι δεν προλαβαίνουμε… Δεν γίνονται μαχαλάδες, δύσκολα ο ένας βοηθάει τον άλλον. Έφυγε η φτώχεια και ήρθαν τα πλούτη και η πλεονεξία. Χάθηκαν οι αξίες, ο σεβασμός στο περιβάλλον, στον άνθρωπο, στα ζώα.
– Ποια είναι τα στοιχεία της παλιάς ζωής που αναπολείτε περισσότερο και εύχεστε να υπήρχαν και στο σήμερα;
Καταρχάς αναπολώ τα χρόνια εκείνα που το χωριό είχε κόσμο. Που είχε πολλά παιδιά και έπαιζαν σε όλες τις γειτονιές… Αναπολώ το πώς αποχαιρετούσε έναν κεκοιμημένο. Ο σεβασμός που υπήρχε στην κάθε στιγμή που ο άνθρωπος μας έφευγε για την γειτονιά των Αγγέλων. Τον έπλεναν με νερό και βασιλικό, τον έντυναν, τον τακτοποιούσαν στο νεκρικό κρεβάτι, ειδοποιούσαν τους συγγενείς και τους φίλους και αν ήταν μέρα χτυπούσε η καμπάνα. Τώρα πρώτα το μαθαίνει το γραφείο κηδειών και έπειτα οι συγγενείς και οι φίλοι. Δεν μου αρέσει καθόλου. Όπως αναπολώ την μεγάλη Πέμπτη που ξημέρωναν οι γυναίκες τον Εσταυρωμένο όπως κάθε κεκοιμημένο τους. Το τρίτο που μου λείπει είναι το καρναβάλι. Το έθιμο αυτό που ξεσήκωνε το χωριό από άκρη σε άκρη. Συμμετείχαν μικροί και μεγάλοι. Θόρυβος από τα κουδούνια που είχαν κρεμασμένα οι μποσταντζήδες, μυρωδιές από τις ψημένες τυρόπιτες σε κάθε γειτονιά, γνώριμες φιγούρες κρατώντας έναν τενεκέ στάρι ή καλαμπόκι για να δώσουν μετρικό στον βασιλιά και τους ακόλουθους του. Οι φωνές των παιδιών που δεν ακούγονται στις γειτονιές. Το σφύριγμα του τρένου που δεν φτάνει ως το χωριό. Τα μεγάλα ζώα που έβγαιναν από κάθε στενό… Το τυρί, το φρέσκο γάλα, το φρέσκο βούτυρο, το ζυμωτό ψωμί που έβγαινε ζεστό από τον ξυλόφουρνο. Όλα έγιναν αναμνήσεις!
Η Χρυσούλα Ιωαννίδου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο Ορμένιο του Δήμου Ορεστιάδας Έβρου. Διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας Ορμενίου την περίοδο 1995-1998. Ασχολείται με την καταγραφή των ηθών, εθίμων του χωριού, την ιστορία του Ορμενίου την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και με τις ιστορίες των ανθρώπων του χωριού.
[post_ads]
ΣΧΟΛΙΑ
Μπορείτε να σχολιάσετε μέσω Facebook ή Blogger (Google) επιλέγοντας την αντίστοιχη καρτέλα από πάνω